United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Άλλοτον νου σου έχεις, θεά, ποτέ να μ' αποπέμψης, 'που με πλωτή να διαβώ μου λέγεις της θαλάσσης το φρικτό χάσμα, οπού γοργά δεν σχίζουν ίσια πλοία 175 και όταν περιφανεύονταιτον άνεμο του Δία. ουδέ θε να 'μπω εις την πλωτήτο πείσμα σου ποτέ μου, αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο, ότι κακό δεν μελετάς ενάντια μου κανένα».

Κ' εις τον ανεμοστρόβιλον επάνω καθισμένος, 'σαν βρέφος νεογέννητον κι' ολόγυμνον, ο Οίκτος, — ή με μορφήν των Χερουβείμ, που σχίζουν τον αιθέρατους αοράτους τ' ουρανού επάνω ταχυδρόμους, — την φρίκην του ακούσματος θα την διασκορπίση με ήχον τόσον φοβερόντα 'μάτια των ανθρώπων, ώστ' ο αέρας θα πνιγή απ' το πολύ το δάκρυ!

Είπε• και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία• αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. 705 και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε• «Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις 'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα. ή μήπως θέλει να χαθήτην γη και τ' όνομά του710

Μη προχωρείς!... Τι φρίκη! Μου φέρει ζάλην απ' αυτό το ύψος να κυττάζω. Τα μαυροπούλια φαίνονται κ' οι κόρακες 'σάν ζήναις που αποκάτω μας πετούν και σχίζουν τον αέρα. Μαζώνει ένας κρίταμα καταμεσήςτον βράχον. Δύσκολη τέχνη! Απ' εδώ μικρόν μικρόν τον βλέπω. Ωσάν ποντίκια φαίνονταιτην άμμον οι ψαράδες.

Γιατί κτυπούν έτσι τα δόντια σου; Προχώρησε να φύγουμε. Έλα κοντά μου. — Έρχομαι. Τα πόδια μου είναι μολύβι. Προχωρήσαμε μες στο σκοτάδι. — Σφίξε μου το χέρι. Έλα κοντά μου. Κρατούσαμε σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, τα νύχια μου είχαν μπη βαθιά στα κρέατα του κ' ένοιωθα τα νύχια του να σχίζουν τη σάρκα μου. Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. — Σφίξε μου το χέρι, σου λέω. Τρέμω...

Μια μες στο φως λουσμένο, χαρούμενο, λαμπρό, μια απ τη βροχή δαρμένο, στην καταχνιά πνιχτό. Τα δάση το φουντώνουν, το σχίζουν τα νερά, εδώ σκεπές τρυπώνουν, εκεί χωριό γελά. Και σα σε αχνό κρυμμένη αντάρας ή καπνού, ολόμακρα χαμένη η άκρη τ' ουρανού. Στο παραθύρι, ως φέξη ο ήλιος το πρωί, ορμά η ψυχή να τρέξη θερμά να τον χαρή.

ολίγον κατόπιν λέγει, ότι ούτε να μεταπεισθή είναι δυνατόν από τον Οδυσσέα και τον Αγαμέμνονα ούτε να μείνη ολότελα εις την Τροίαν, αλλά: Στον Δία και όλους τους θεούς αύριον θυσίαν κάμνω. Τα πλοία τάχω έτοιμα, στη θάλασσα τα σέρνω, Και θα τα ιδής, αν αγαπάς και αν σ' ενδιαφέρη. Να σχίζουν τον Ελλήσποντον με τα πολλά τα ψάρια, Και να τραβούν μέσα κουπί τανδρεία παλικάρια.