United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε• και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία• αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. 705 και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε• «Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις 'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα. ή μήπως θέλει να χαθήτην γη και τ' όνομά του710

Πρώτες στο κάρο χύθηκαν μαδώντας τα μαλλιά τους 710 η μάννα κι' η γυναίκα του, και το νεκρό κεφάλι κρατούσαν· κι' έκλαιγε ο λαός τριγύρω πυκνωμένος. Εκεί όλη μέρα το νεκρό ως να βουτήξει ο ήλιος με δάκρια θάκλαιγαν πικρά μπροστά στο καστροπόρτι, μόνε απ' τ' αμάξι φώναξε σ' όλους τριγύρω ο γέρος 715 «Κάντε μου τόπο να διαβούν τ' αμάξια, και κατόπι χορταίνετε όλοι κλάψιμο όταν τον πάω στον πύργο

Τότες πιον πρώτο, πιον στερνό ο χαλκοφορεμένος Άρης ξαρμάτωσε κι' ο γιος του βασιλιά Πριάμου; Τον Τέφτρα τον ισόθεο, τον αλογάρη Ορέστη, 705 τον Τρήχο τον κονταριστή, της Αιτωλιάς το θρέμμα, τον Έλενο, του Βοίνοπα βλαστάρι, το Βοινόμα, και τον Ορέσβη, που φασκιά φορούσε πλουμισμένη κι' είχε στην Ύλη πύργο, εκεί στους όχτους της Τοπάλιας, δοσμένος στο θησάβρισμα, και δίπλα τα χωριά τους είχαν κι' οι άλλοι Βοιωτοί, στο πλούτος βουτημένα. 710

Μα ο γιός τ' Ατρέα ως στο νεκρό γυρνάει τρεχάτος πίσω. 706 στέκει στους Αίιδες κοντά και λέει λαχταρισμένος «Να, εκιόν εγώ τον έστειλα στ' ανάφρυδα καράβια, μα αν θα προβάλει ο Αχιλιάς και τόσο δεν τ' ολπίζω όση κι' αν τούχε μαχητά του Έχτορα και μίσος. 710 Τι πώς; Δε γίνεται άνοπλος να βγει να πολεμήσει.

Κι' εκείνοι τρίτη μέρα όλοι ήρθανεοι πεζοί πολλοί, πολλοί κι' οι αλογάδεςσύψυχοι, και μαζί διο γιοι τ' Αχτόρου αρματωμένοι, νιοι ακόμα κι' από πόλεμο χωρίς να καλοξέρουν. 710 Κι' είναι μια χώρα, η Βούρλισσα, όρθια ραχούλα, αλάργα απάνου στο Ρουφιά, ακρινή της αμμουδάτης Πύλος· που ζώνοντάς την, τ' αλατιού ζητούσαν ναν την κάνουν.

Μον ο Τράγος δίχως τόση Προσοχή γι' αυτό να δόση, Πρόθυμος ευτυς πηδάει, Κι' η Αλουπού τον ακλουθάει. 710 Σαν απόπιαν με πολλή τους Και μεγάλην όρεξί τους· Λέγει ο πρώτος, είναι ώρα Να μισέψαμε πλιο τώρα. Και σταφνίζεται να φύγη, 715 Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει· Στρίφεται, και αποράει, Τη συντρόφισσα τηράει·