United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγιασμένο άνθρωπο είχαμε στο χωριό μας, και τώρα το νοιώθουμε, που δε μας μένει ψυχή να τον προσκυνήση. Περμ. Τη χάρη του νάχουμε. Δεν πήγε, λέει, με τούτο το λείψανο, για νάρθη, λέει, να παρηγορήση την κερά Δέσπω, που δε μπορούσε η δύστυχη να βγη και να δώση στερνό φιλί του παιδιού της. Νά τος που πρόβαλε κιόλας. Τη χάρη του νάχουμε. Πιπ.

Ήτανε η υστερνή της αγάπη. Μα τα χείλια της ποτέ δεν είπανε λόγο ή ευχή για τον στερνό σύντροφο της. Φοβότανε, μήπως η ζηλιάρα η Μοίρα της πάρη και τη στερνή της αγάπη, όπως της πήρε και τις πρώτες. Πώς αγάπησε τον Παύλο η Παυλίνα κι' αυτή δεν το κατάλαβε. Ίσως γιατί μοιάζανε τα ονόματά τους και της φαινότανε αστείο να τον λέη Παύλο κ' εκείνος να τη φωνάζη Παυλίνα.

Τα κοίταζαν τα δυο τα κορμιά, και κάμνανε το σταυρό τους κρυφά από τους ναύτεςίσως το στερνό στερνό χριστιανικό τους προσκύνημα.

Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ' εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ' όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσους εννενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στερνό στερνό «λούστρο ». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πώς δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο.

Σου χαρίζω και το σουραύλι, που με δαύτο, παραβγαίνοντας στο τραγούδι ενίκησα πολλούς γελαδάρηδες και γιδάρηδες. Κ' εσύ για πληρωμή μου κ' ενώ ακόμη ζω φίλησέ με και πεθαμένο κλάψε με. Κι αν ιδής άλλονε να βόσκη τα βόιδια μου, θυμήσου με. Σαν είπε αυτά ο Δόρκωνας και φίλησε το στερνό φιλί, τούφυγε η ψυχή με το φιλί και τη λαλιά.

τα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα Σκύψε και πιέ τηνε μ' ένα φιλί.» »Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου. Μέσατα στήθια σου θέλω ναυρώ Στερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μου Ναυρήτα σπλάχνα σου τον ουρανό.» »Μόχτα κ' επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοι Για το κεφάλι μου... τι καρτερείς;... Φορτώσου τάρματα, το καρυοφύλλι, Κόψε με γρήγορα... μη μ' αρνηθής

Έφεγγαν τακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματά τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης. Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έρριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφίνει το στερνό του ανασασμό.

ΔΑΦΝΙΣ Για όλα τα δένδρα είνε κακό, φρικτό κακό ο χειμώνας, για τα ποτάμια η αναβροχιά, για τα πουλιά η παγίδα και γι' ταγρίμια τα θεριά τα δίχτυα από λινάρι και για τον άντρα ο έρωτας της κορασιάς. Ω Δία, δεν είμαι μόνος που αγαπώ, και συ αγαπάς γυναίκες. Έτσι λιανοτραγούδησαν με την αράδα οι δυο των, μα το τραγούδι το στερνό πρωτάρχισ' ο Μενάλκας.

Μα τους ξανάπε ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 170 «Λαχνό όλοι τώρα ως στο στερνό τραβήξτε κι' όπιου πέσει· γιατί από δάφτον μοναχά θα δουν καλό οι δικοί μας, μήτε κι' αφτός τον κόπο του θα χάσει, μόνε ας έρθει πρώτα γερός με το καλό απ' τον αγώνα πίσωΕίπε, κι' από 'να αφτοί λαχνό σημάδεψαν, και μέσα 175 στο κράνος του πρωταρχηγού τούς ρήχνουν Αγαμέμνου.

Είτανε βράδυ βράδυ, ο ήλιος έγερνε κατά τα κορφοβούνια, κ' οι σκλαβωμένες οι Κρητικοπούλες κατέβαιναν αραδιαστές από το στερνό τους μονοπάτι αποσταμένες, πρησμένα τα πόδια τους, ξέπλεγα και σκόρπια τα μαύρα μαλλιά τους, που κάθε λίγο τα συμμαζεύανε με το μαγουλήκι μην τύχη και τις παρακοιτάζουν ξένοι, λησμονώντας πως μήτε η ομορφιά τους δεν είτανε πια δική τους.