Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — 465 'που 'ς το νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει. αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα— ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. 470
— Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός· φαίνεται ακόμη που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή.... — Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;....
Να κάτεχα, μωρέ παιδιά, κοπάδι εκεί θα ναύρω; Θα ναύρω στρούγγες και μαντριά, θα ναύρω βοσκοτόπια; ..................................................... Απάνου από το μνήμα μου στήσετε ένα σταλίκι Περίψηλο σαν έλατο, και 'ς την κορφή κρεμάστε Την πλιο τρανή καρδάρα μου, να δείχνη ποιου είνε μνήμα, Την ακριβή μου την κοπή, καλά μου σταυραδέρφια, Έρμην μη την αφήκετε, μονάχην 'ς τα λιβάδια, Ανάρμεχτην κι' ακούρευτην, δίχως μαντρί και στάλον.
Προχωρώ Μέσα σε λόγκο μαύρο, 'Σάν το βαθύ το σύγνεφο Ν' αστράψη 'τοιμασμένο. Φωναίς, σαν βουβουνίσματα. Ακούω, και προσμένω Την αστραπή. Και γλίγωρα Φεύγω τον πάτο ναύρω. Ο λόγκος δεν τελείωνε. 'Σ τη μέση του ποτάμι Νερά με φλόγες κύλαε, Με μια βοή μεγάλη, Και τα νερά 'σάν αίματα Κόκκινα ήταν. Πάλι Εκεί τρομάρα μ' έπιασε, Κ' έτρεμα 'σάν καλάμι. Ήταν πλατύ.
« Τον ψάχνω τότε 'ς την καρδιά... » Ωχ! έπαυσε να πάλλη! » Τον 'φώναξα δεν με λαλεί, » Τον 'κάλεσα δεν με καλεί, » Τότ' έγεινα άλλη για άλλη. « Αχ!..τότε τον κατάλαβα. » Πώς ήτον σκοτωμένος. » Τον άφησα 'ς την ερημιά. » Και τρέχω ναύρω το φονιά· » Μα ο φονιάς κρυμμένος.»
« Εγώ προς 'ς τα μεσάνυχτα, » Πριν νάβγη το φεγγάρι, »'Μπαίνω 'ς τη μέση του στρατού, » Πούτανε τρεις χιλιάδες, » Γυρίζω το στρατόπεδο » Για ναύρω τους Πασσάδες, » Με μόνο, μόνο το σπαθί »'Σ το χέρι, 'σα λεοντάρι. «'Βρίσκω 'ςτή μέση τη σκηνή. » Τη λαμπροστολισμένη. » Σηκόν' ολόρθον τον Πασσά. » Τον σφάζω.
Πάλι, καλά! Είτα με ψίθυρον φωνήν απήγγειλε το δημώδες: Με πανδρέψαν οι γονιοί μου χωρίς νάχουν τη βουλή μου... — Τότε γιατί φεύγεις απ' τον κυρ-Μοναχάκη; ηρώτησεν ο νέος αναφερομένος εις το επιφώνημα το οποίον υπήρξεν η κατακλείς του λόγου της. — Δεν του φεύγω, γυρίζω στην πατρίδα μου, πάω ναύρω τους γονείς μου ... Ανίσως ο μπάρμπα-Μοναχάκης έρθη στην πατρίδα να μ' εύρη, καλώς νάρθη!
'Σ τα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα Σκύψε και πιέ τηνε μ' ένα φιλί.» »Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου. Μέσα 'ς τα στήθια σου θέλω ναυρώ Στερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μου Ναυρή 'ς τα σπλάχνα σου τον ουρανό.» »Μόχτα κ' επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοι Για το κεφάλι μου... τι καρτερείς;... Φορτώσου τάρματα, το καρυοφύλλι, Κόψε με γρήγορα... μη μ' αρνηθής.»
Και σταφνίζεται να φύγη, Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει· Στρίβεται, και αποράει, Τη συντρόφισσα τηράει· Μη κουμπάρε, λέγει η άλλη, Μη δειλιάζε 'ς· απογάλι, Και θαρρώ να ημπορέσω Πώς να βγούμε ναύρω μέσο. Να μου κάμης πλάταις, όσο Στην κορφή να σκαρβαλόσω. Κιαπέ όξω μόνε πάνω, Μη σε μέλει, εγώ σε βγάνω.
Τούτους θα βάλω τους ηθοποιούς να παίξουν εις τον θείον μου εμπρός παράστασιν, να ομοιάζη τον φόνον του πατρός μου· θα παρατηρήσω την όψιν του· θα τον κεντήσ' ως το μελούδι, και, αν μόνον ταραχθή, τι θε να πράξω ηξεύρω. Στερεώτεραις θέλω ναύρω μαρτυρίαις· η παράστασις είν εκείν', όπου θα φθάσω του βασιλέως την συνείδησιν να πιάσω. Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν