United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας• 240 «Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν• τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. κάποιο νησί 'ς τα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245 καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιο 'ς την γωνιά της πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας με τον λευκό του κεραυνό σχίσει 'ς το μαύρο κύμα. 250 και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις• και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραν 'ς της Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255 μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση• αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή μου. κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260 αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε, τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα• η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265 κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα της γης σας όρη• εχάρηκε 'ς τα στήθη μου η καρδία του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270 μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω• και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275 έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμά 'ς την γην σας εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280 'ς τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και απάνεμος• 'ς του ποταμού την άκρη έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα και κάτω από χαμόδενδρα 'ς τα φύλλα στοιβασμένα 285 πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο• αυτού 'ς τα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα• και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290 'ς την όχθη• και ώμοιαζε θεά 'ς την μέση τους εκείνη• 'ς αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι εφέρθηκεν, ανέλπιστα 'ς την νέαν ηλικία• και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295 μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• 375 Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω. δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων, 'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω. αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,— ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, 380 και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω.
Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — 465 'που 'ς το νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει. αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα— ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. 470
Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια, συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος, Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη 385 γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα. πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει. καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης, τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. 390 και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης, ό,τι κακό 'ς το σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη, ενώ 'λειπες 'ς το μακρυνό και δύσκολο ταξείδι.
Γιατί μπορούμε και τώρ' ακόμα να ξανοίξουμε απάνω στη στολή του Βασιληά ταγαπημένα του διάσημα — τον ήλιο να βγαίνη σχίζοντας ένα σύννεφο.
Λέξη Της Ημέρας