United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


τον γυρισμό του χάρηκαν οι σεβαστοί γονείς του, και πώς το λάβωμ' έλαβε να μάθουν ερωτούσαν· και αυτός τους εξιστόρησε πώςτο κυνήγι χοίρος με λευκό δόντι ελάβωσεν αυτόν, οπότ' ανέβη 465τον Παρνασό, με τους υιούς αντάμα του Αυτολύκου.

Μον έμπα εσύ τα γόνατα και πιάσε τ' Αχιλέα, 465 και στον πατέρα ξόρκιστ' τον στη λυγερή του μάννα και στο παιδί του, και θαρρώ τα σπλάχνα θαν τ' αγγίξειςΕίπε, και στου Ελύμπου αφτός τα μακροβούνια φέβγει.

Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη• 465 και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι, και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα, απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει, αυτού σιμάτον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.

Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις, 465 δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, τότε μου εφάνηκε η ψυχή του Αχιλληά Πηλείδη, και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, και του άψεγου Αντιλόχου, και του Αίαντα, οπούτην μορφή θα ενίκα και εις το σώμα τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. 470 ευθύς μ' εγνώρισε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη, και κλαίοντας μου ωμίΛησε με λόγια πτερωμένα• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τι άλλο φοβερώτερο θα επιχειρήση ο νους σου; 'ς τον Άδη πώς κατέβηκες, 'που οικούν οι πεθαμένοι, 475 άνοα φαντάσματα θνητών, 'πώχει αναπαύσει ο χάρος

Τον Τυρογλύφη σε γκρεμόν εγκύλησε ο Λιμνιότης. Και σ' άλλον τ' όμιο θέλησε να κάμη ο Καλαμιότης· Μον στη στιμή που βάνεται, να δείξη αντριά βουλιέται, 465 Τον Ασκοτρύπα τον τρανόν απάντεχα δοκέται. Που φόνευε αλεημόνητα καθέναν που απαντούσε, Σαν να ώριζε το θάνατο, στο χέρι τον κρατούσε.

Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, 465 Ή νερού καθόλου ικμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Όλη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ. 470 Το πουρνό καθώς χαράζει, Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας Το ταξίδι ακολουθόντας.

Απέ η φωτιά σα χώνεψε και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, 465 τα ψήνουν όμορφα, όμορφα κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν, Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.