United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι τάχα; Εάν ποτε κανείς γενικώς μόνον ώριζε αγώνα οποιονδήποτε, χωρίς να τον χαρακτηρίση ούτε ως γυμνικόν ούτε ως μουσικόν, ούτε ως ιππικόν, αλλά συνκεντρώση όλους τους πολίτας και ορίσας βραβεία προκηρύξη να έλθη όποιος θέλη να αγωνισθή μόνον περί ηδονής, και όποιος τέρψη τους θεατάς περισσότερον, χωρίς να υποβάλλεται εις ωρισμένους όρους, νικήση δε, διότι θα εκτελέση αυτό ακριβώς όσον το δυνατόν περισσότερον, και κριθή ότι από όλους τους συναγωνιστάς ανεδείχθη ο ηδονικώτερος, τότε τι νομίζομεν ότι ημπορούσε να προκύψη από αυτήν την προκήρυξιν;

Γιατί ποιος ξεύρει αν ήταν για τον καπετάνιο η κουκουβάγια και όχι για κανένα άλλον. Αληθινά ήταν ο καραβοκύρης· αυτός ώριζε, αυτός στο σπίτι του άφησεν άρρωστο· μα ποιος ήταν βέβαιος; Ο καπετάνιος, νομίζεις, εμετάδωσε τη μανία του και ειμπορώ να ειπώ πως αν μας έβλεπες, θα επίστευες πως εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν είχε τα λογικά του.

Εσημάδευε των άστρων την πορείαν την τρυφεροφεγγιά, την ηλιόκρισι και την χάση της σελήνης· ώριζε την επίδρασιν αυτής επί των φυτών κ' επί των ζώων εκανόνιζε την πορείαν των πλοίων, την πτήσιν των πτηνών, των φαρμακερών φιδιών τας διαθέσεις και των βοτάνων την επιρροήν επί των πληγών.

Η μεγάλη ιδέα είναι μια θύμηση που απόμεινε, χώθηκε βαθειά και φώλιασε μέσα στην ψυχή του Ρωμιού, από τον καιρό που οι Τούρκοι, στα 1453 πήρανε την Πόλη. Είναι η θύμηση πως ο Ρωμιός, με την Πόλη πρωτεύουσα, ώριζε την Ανατολή στα περασμένα χρόνια, το Ανατολικό δηλαδή κράτος με τους πολλούς λαούς, που το κληρονόμησε σιγά σιγά από τους αρχαίους Ρωμαίους.

Επί του τάφου ούτε όνομα εφαίνετο, ούτε σταυρός, ούτε κυπάρισσος ή ιτέα, τ' αχώριστα σύμβολα του θανάτου· μόνον μία κέραμος, ημιτεθραυσμένη και αυτή, ώριζε το μέρος όπου ανεπαύετο η κεφαλή του νεκρού και παρ' αυτήν έκειντο απεσβεσμένοι άνθρακες και λίβανος απηνθρακωμένος.

Τον Τυρογλύφη σε γκρεμόν εγκύλησε ο Λιμνιότης. Και σ' άλλον τ' όμιο θέλησε να κάμη ο Καλαμιότης· Μον στη στιμή που βάνεται, να δείξη αντριά βουλιέται, 465 Τον Ασκοτρύπα τον τρανόν απάντεχα δοκέται. Που φόνευε αλεημόνητα καθέναν που απαντούσε, Σαν να ώριζε το θάνατο, στο χέρι τον κρατούσε.

Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, είχαν το Άγιο Ευαγγέλιο· και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπεπροσκυνώ τη χάρι τηςσαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Μόνον εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης.

Σύντροφο, μου απαντά με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια. Τόρα εκατάλαβα! Δεν είχε μόνον μανία στο άλλαγμα παρά κάτι περισσότερο. Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο εξιπάσθηκε με το καπετανλίκι ο χοντροναύτης που επίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξευρε και όλα τα ώριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα όλα δικά του.

Διότι το ήμισυ περίπου του όλου προϊόντος της νήσου εκρατείτο, ως γνωστόν, διά τα χαρέμια του Σουλτάνου, δεν επετρέπετο δε εις τους χωρικούς να πωλήσωσι το επίλοιπον ειμή εις μόνον τον Αγάν, όστις ώριζε μόνος του την τιμήν της μαστίχης και την επλήρονεν όπως και όποτε ήθελεν. Ο γέρων με ωμίλησε πρώτος ερωτών τις είμαι και διατί εφυλακίσθην, και διηγήθη αυτόκλητος την ιστορίαν του.