United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοιμάται κ' η σκούνα, τυλιγμένη μέσα εις αεροειδή πέπλον. Κι' αν εξυπνήση η θάλασσα μια φορά! Κι' αν εξυπνήση κ' η σκούνα μια φορά! — Ν' αρμένιζα μαζί της! Με τα πανιά! Το γνήσιον, το αληθές, το καθ' αυτό ταξείδι. Με τα πανιά! Άρρητος ο πλους, αχόρταστος η απόλαυσις, τρυφερά η συγκίνησις. Με τα πανιά!

Ξέρεις πως το Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά. — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή.

Παρ' ολίγον να προδοθή ο πονηρός, διά το προηγηθέν επεισόδιον του ναΐσκου, διά τούτο εις το πάλιν εδάγκασε την γλώσσαν του. Τωόντι. Η σκούνα, την οποίαν εις το βουνόν είχε παρατηρήσει η συνοδός της γραίας, είχε καταπλεύσει, κυβερνωμένη υπό του αγνοουμένου υιού του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα-Παπαργυρού και ηγκυροβόλησε κάτω από το μέγαρον.

Έπηξεν η θάλασσα το δειλινόν. Έπηξεν εκεί και η σκούνα εν μέσω του πελάγους, ακίνητος, καθηλωμένη, με τα πανιά κρεμάμενα ως εσθήτας να στεγνώσουν εις το καύμα του Ιουλιανού ηλίου.

Θα το στολίσουν με μάρμαρα, θα το μεγαλώσουν, χωρίς να το χαλάσουν. Να μπορούσαν έτσι να σιάξουν και το βρατσερί μου, το στραβόν και μισερόν, οι μηχανικοί! Να του προσθέσουν κουβέρταις. Να το στολίσουν και με άλλα κατάρτια. Να το μεγαλώσουν, να το κάμουν σκούνα, το μικρό μου το βρατσερί, χωρίς να το πειράξουν! Αυτά έλεγε προς την εξαδέλφην του ο καπετάν-Πέτρος για να περνά η ώρα.

Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της Θασίτσας κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπετάν-Παρμάκης. Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ- Δμάκης; Και μας έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας προμυριώτης; Που γδύνει της χήρες, που τρώει της χήρες!

Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να σφαλήσουν καλά τ' αμπάρια και να καθήση άγρυπνος ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη ο φανός του Στρόμπολι. — Καλό πνίξιμο! ακούω πίσω μου στριγγιά φωνή. Σπασμοί μ' έπιασαν. Την εγνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή. Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και συντρόφου τόρα στη σκούνα μου.

Ήλθεν η παραμονή και δεν εφάνη. Η μεγάλη σκούνα δεν επρόβαλεν ανάμεσ' απ' τα δυο νησιά να εισέλθη εις τον λιμένα. Τι έγεινε; Μήπως εφουρτουνιάσθη ο καπετάν Στέφος κ' επόδισε πουθενά; Θα ήτο απίστευτον. Όλοι ανησύχησαν μόνον η Σινιώρα, η καπετάνισσα, δεν εξέφρασε καμμίαν ανησυχίαν. Είχε νυκτώσει. Έβαλε τα παιδιά της να κοιμηθούν. Κοντά τα μεσάνυχτα άνοιξε το παράθυρον. Τρικυμία εμαίνετο έξω.

Ακόμα δεν εχώνεψεν η σκούνα. Κάτωτην άμμο, 'ς το Ξάνεμο, η μάννα μου θα μας αγναντεύη. Και μετά μικρόν τεθλιμμένος: — Πηγαίνειτον Πύργο, ανάφτει τα καντήλια τ' Άη-Γιαννιού και ύστερα τραβάειτο Ξάνεμο και κάθεται, ως να χωνέψουμε. «Παναγίτσα μπροστά τους! Παναγίτσα μπροστά τουςόλο έτσι λέει και κάμνει τον σταυρόν της η καϋμένη η μάννα μου. — Όλο ανοιχτά! όλο ανοιχτά!

Και θωπεύων εγγύς του τον Αράπην, τον μπογαζιανόν σκύλλαρον της σκούνας, έλεγε χαριεντιζόμενος, θεωρών το ρυμουλκόν αφανές από τους αφρούς, έλκον ολοταχώς την σκούναν. — Γεια σου, ξεφτέρι μου! | Κ' εξηκολούθει: — Έπρεπε να σας είχα, μωρέ σεις παιδιά, με τούτη τη σκούνα. Εταξειδεύσαμε πάλι για τον Ποταμόν άδειοι.