Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Κήρθε στιγμή που ζήτησα και μια συμβιβαστική λύση στην αμηχανία μου. Δε μπορούσα ν' αγαπώ και τις δυο; Η χωρητικότητα της καρδιάς μου αύξαινε τώρα τόσον, που φαινόταν ότι θα χωρούσε και περισσότερες από δυο. Μια βραδιά πούχε νυκτώσει, ύστερα από κάμποσες μέρες, συναντηθήκαμε με το Βαγγελιό μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου. Η ακριβής απόστασις από του μεσημβρινού λιμένος έως το βορεινότερον άκρον της νήσου, όπου έπλεον, θα ήτο ως δέκα ναυτικών μιλίων. Ο παπάς έβλεπεν ότι ήθελον νυκτώσει, πριν φθάσωσιν εις το Κάστρον.
Εν τούτοις, ενώ είχεν ήδη αρκετά νυκτώσει, αγγέλλεται εις αυτούς ότι οσονούπω επρόκειτο να φανούν τα εκ της Πελοποννήσου και της Σικελίας ερχόμενα πλοία, πεντήκοντα και πέντε τον αριθμόν.
Ήλθεν η παραμονή και δεν εφάνη. Η μεγάλη σκούνα δεν επρόβαλεν ανάμεσ' απ' τα δυο νησιά να εισέλθη εις τον λιμένα. Τι έγεινε; Μήπως εφουρτουνιάσθη ο καπετάν Στέφος κ' επόδισε πουθενά; Θα ήτο απίστευτον. Όλοι ανησύχησαν μόνον η Σινιώρα, η καπετάνισσα, δεν εξέφρασε καμμίαν ανησυχίαν. Είχε νυκτώσει. Έβαλε τα παιδιά της να κοιμηθούν. Κοντά τα μεσάνυχτα άνοιξε το παράθυρον. Τρικυμία εμαίνετο έξω.
Ενταύθα ήτο η λογομαχία, και ο κάπηλος είχεν ανάψει την λάμπαν, διότι είχε νυκτώσει ήδη, όταν εισήλθε κομματική ομάς οδηγουμένη από τον Λάμπρον τον Βατούλαν. Ητο ανήρ μεγαλόσωμος, ωραίος, μετ' επιτηδεύσεως ενδεδυμένος, φιλοφρονέστατος και μελιχρός τους τρόπους.
— Δεν τον είδες πώς παραμιλεί πάντα του; με τις νεράιδες μιλεί. — Και τα χέρια του γιάντα τρέμουν ετσά; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Λένε πώς εσκότωσε μια σουρσουράδα. Λένε πως όποιος σκοτώση, λέει, σουρσουράδα τρέμουν ύστερα τα χέρια του σαν την ορά τση. Όταν εχωρίσθησαν, είχε νυκτώσει εντελώς και η Πηγή καλονυκτίζουσα τον Σαϊτονικολήν, έσκυψε με ταχύ κίνημα κ' εφίλησε το χέρι του.
Αλλά θείε Όσιρι, θα τοις ανταποδώσω τα ίσα, σου το ορκίζομαι, μα τας φλόγας, αι οποίαι κατατρώγουν την πόλιν. Έξω είχε νυκτώσει. Ο φωτοστέφανος της φλεγομένης πόλεως είχε πορφυρώσει τους ουρανούς μέχρι του άκρου του ορίζοντος. Παμμεγίστη ανέτειλεν η πανσέληνος. Η καιομένη Ρώμη εφώτιζεν όλην την Καμπανίαν.
Κατερχόμενος ο Αγάλλος σιγά — σιγά, αργοστόλιστος ως νύμφη, την κλιτύν του βουνού, πριν φθάση εις την Κεχρεάν, ενώ είχε νυκτώσει ήδη, δεν εχόρταινε να ενθυμήται τα καλά εκείνα χρόνια, όταν ήτο ακριβώς γαμβρός, ζηλεμμένος και πολυγυρεμένος, και είχε καλοπεράσει επί οκτώ έτη με δύο αρραβωνιαστικαίς, πότε γελών την μίαν, πότε την άλλην.
Στη στράτα που γυρίζαμε, δεν είχε νυκτώσει ακόμα πολύ, και βλέπω ένα μικρό κομπόδεμα χάμου. Σκύφτω, το μαζεύω, τ' ανοίγω και βλέπω που είχε μέσα τρία σβάντζικα. Η φαμίλια η Πλακιώτικη, που μας είχε φιλέψει το κρασί, μία γυναίκα με τον άνδρα της και με δυο παιδιά, είχαν ξεκινήσει κ' εκείνοι πεζοί ολίγο μπροστά από μας, κ' είχαν προπεράσει ως μία τουφεκιά τόπο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν