United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είς των επιβατών επρότεινε ν' αράξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, εωσότου κοπάση ο άνεμος. Ο Στεφανής και ο ιερεύς συνεννοούντο διά νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια.

Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεάν, την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα, με τας ελαιοφύτους κλιτύς, με τον Αραδιάν, τον πυκνόν δρυμώνα της, με το ρεύμα και τας πλατάνους και τους υδρομύλους της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεάν, συνέβη εκείνο το οποίον ο μεν κακομάντης Πανάγος προέλεγεν, ο δε Στεφανής δεν ηγνόει, και ο παπά- Φραγκούλης προέβλεπεν.

Αναβιβάσασα επί οναρίου τον καπετάν-Θοδωρή, πληρώσαντα καλώς έν ωραίον τρομπόνιον, το μόνον λείψανον του απολεσθέντος βρικίου του, εξήρχετο μετά της μεγαλειτέρας των θυγατέρων της και συνέλεγε φύλλα εις τα πλησιέστερα κτήματα, δίδουσα αυτά εις το καματερό της μετά φειδούς. Εις το μέγα κτήμα όμως, εις την Κεχρεάν, δεν ετόλμησε να μεταβή.

Οι δύο άλλοι γέροντες λησταί φθάσαντες προ αυτού είχον ήδη έτοιμον την λέμβον εν τη θαλάσση κατά τας διαταγάς του αρχιληστού, όστις ενεφανίσθη και αυτός μετ' ολίγον, ασθμαίνων. Κατά την βεβιασμένην από του Μοναστηρίου αναχώρησιν, υποπτεύσας ο αρχιληστής ότι θα επροδόθη υπό του δραπετεύσαντος θυρωρού, επανήρχετο εις Κεχρεάν μετά πολλών προφυλάξεων.

Εφοβείτο μήπως η προ πέντε ημερών πεσούσα χιών είχε σπάσει τίποτε κλωνάρια από τα ελαιόδενδρα, κ' επήγεν ως εκεί διά να ίδη και βεβαιωθή, ας ήτο και νυξ φθάσασα εκεί, εβεβαιώθη ότι δεν είχε γείνει ζημία τις από την χιόνα, και μείνασα ευχαριστημένη, εγύρισεν εις τον δρόμον της χαμηλότερα διά του ρεύματος, κ' έφθασεν εις τον μύλον, χωρίς να περάση από την Παναγίαν την Κεχρεάν.

Κατερχόμενος ο Αγάλλος σιγάσιγά, αργοστόλιστος ως νύμφη, την κλιτύν του βουνού, πριν φθάση εις την Κεχρεάν, ενώ είχε νυκτώσει ήδη, δεν εχόρταινε να ενθυμήται τα καλά εκείνα χρόνια, όταν ήτο ακριβώς γαμβρός, ζηλεμμένος και πολυγυρεμένος, και είχε καλοπεράσει επί οκτώ έτη με δύο αρραβωνιαστικαίς, πότε γελών την μίαν, πότε την άλλην.

Ο Αγάλλος πρώτην φοράν τους έβλεπε, και διά τούτο του εφάνησαν ως παράδοξος οπτασία. Άμα φθάσαντες, είχον αρχίσει να κτίζωσι κελλίον τι προς διαμονήν των, στεγαζόμενοι προσωρινώς εις χωρικόν τι καλύβιον. Επειδή δεν υπήρχε ναός εις το μέρος εκείνο, είχον κατέλθει να εορτάσωσι τα Χριστούγεννα εις την Κεχρεάν, μιας ώρας δρόμου απέχουσαν.

Και προσέχουν να είνε τρυφερά και δροσερά, διότι τα πανιασμένα δεν τα τρώγουσιν οι ευγενείς μεταξοσκώληκες. Αυτό είνε το καματερό. Και πράγματι κάματος και πόνος συνοδεύει την ανάπτυξίν του. — Πάλι για φύλλα Μα! έλεγε κάθε πρωΐαν η Ελένη προς την μητέρα της. Και έσπευδεν η Γερακούλα και αι θυγατέρες της εις την άμπελον και εις την Κεχρεάν, όπου είχον χλοεράς συκαμινέας.

Μόνον όταν έφθασεν εις την Κεχρεάν, ηναγκάσθη να ομολογήση, ολίγον αργά, δεν είχε περάσει πλησίον από το μοναστηράκι της Παναγίας. — Γιατί; ηρώτησεν η κόρη της. — Πήγα χαμ' λά, απ' τον Ιληώνα. Βορειότερον ολίγον του μονυδρίου της Παναγίας της Κεχρεάς ευρίσκετο είς ελαιών της. Αυτή, πριν φθάση εις την Παναγίαν, είχε στρέψει κ' επήγε να ιδή τον ελαιώνα, αν και είχε νυχτώσει ήδη.

Μόλις ανεπαύθη την νύκτα η φιλόπονος αύτη οικογένεια από του κόπου του διημέρου εκείνου ταξειδίου, και ητοιμάζετο λίαν πρωί να μεταβή εις Κεχρεάν, εις το μακρινόν εκείνο κτήμα της, όπου κατά τας δύο ημέρας της απουσίας ουδείς μετέβη και όπου υπήρχον αι χλοερώτεραι συκομορέαι. — Θεια Γερακούλα, ηκούσθη φωνή την αυγήν έξωθεν εκ γειτονικού παραθύρου, η φωνή της γραίας ξηράς και ωχράς γειτονίσσης.