Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Να ήτο άρωμα να την ροφήση διά μιας; Να ήτο γάλα να την καταπιή; Να ήτο γαλανόν ιμάτιον να την φορέση; Να ήτο μητέρα του να κοιμηθή κοντά της; Πολλαίς φοραίς, την νύκτα με την σελήνην δραπετεύων από τον οικίσκον του, ανήρχετο εις την υψηλήν του Κάστρου κορυφήν όπου εφύλαττεν η βάρδεια, εις το Κανόνι, και δεν εχόρταινε να θεωρή το πέλαγος, απλούμενον γύρω του ως χρυσογάλανον καθρέπτην.

Εδούλεψε δέκα χρόνια εκεί που βγάζουν το μάλαμα. Εκέρδησε χρήματα έως είκοσι χιλιάδες, και αγόρασε το καραβάκι αυτό. Παραπάνω δεν θάχη. Η Μαργαρώ ετάνυσε και οφθαλμούς και ώτα. Δεν εχόρταινε αυτήν την ομιλίαν. Της ήλθε δυο τρεις φοραίς να φωνάξη. Να πεταχθή έξω.

Κι' ο Δον Ζουάν εις των Σκυθών τα χώματα επάτει, μα ήτο ευνοούμενος σοφής Αυτοκρατείρας, εχόρταινε τον έρωτα 'στης Μόσχας το παλάτι, και της Αικατερίνης του εφόρει τας πορφύρας. Ω! πόσον, φίλε Δον Ζουάν, την τύχη σου ζηλεύω! ας εύρω έρωτας κι' εγώ σ' αυτή την ερημιά. . . είπα και άρχισα παντού γυναίκας να γυρεύω, και μετά χίλια βάσανα τα έψησα με μια.

Όταν τα επρόσταζεν, απλώνοντο ως μία πελωρία ανθοδέσμη, έπειτα πάλιν, εάν μόνον την βέργα της εκινούσεν η Νεράιδα, εχωρίζοντο εις πολλά συμπλέγματα. Άλλα επηδούσαν, άλλα με ανοικτά τα πτερά των έκαμναν ήσυχα κινήσεις τόσον τεχνικάς, ώστε η Ανθούλα δεν εχόρταινε να βλέπη. Αλλά μία μέλισσα εβόμβιζε γύρω της αδιάκοπα.

Εκείνη δε τον έβλεπε, τον έβλεπε, και δεν εχόρταινε να τον ακούη, σαν εις τα ψεύματα, σαν εις το όνειρόν της. Και έτριβεν ενίοτε τους οφθαλμούς της δειλιώσα, ίνα πεισθή ότι δεν απατάται, φοβουμένη μη εξαφανισθή τα ευφρόσυνον θέαμα. Και της ήρχετο απορία ενίοτε, γλυκεία πλέον εν τη βεβαιότητι: — Ο Λαλεμήτρος μου είνε αυτός;

Ο σύζυγος, αυτή και η ξυλίνη αντίζηλος θα ζώσι του λοιπού και οι τρεις μαζή, υπό την αυτήν στέγην θα είνε αχώριστοι. Αντίζηλον με οστά και σάρκα δεν θα υπέφερε βέβαια· ω! θα ήτο ικανή να της βγάλη τα μάτια! αντίζηλον όμως από ξύλον . . . δεν πηγαίνει να έχη δέκα, ο καλός σύζυγος. Κάτω οι όροι, κάτω αι συμφωνίαι του λοιπού . . . Και έβλεπε και έβλεπε και δεν εχόρταινε να βλέπη και ν' αγάλλεται.

Κατερχόμενος ο Αγάλλος σιγάσιγά, αργοστόλιστος ως νύμφη, την κλιτύν του βουνού, πριν φθάση εις την Κεχρεάν, ενώ είχε νυκτώσει ήδη, δεν εχόρταινε να ενθυμήται τα καλά εκείνα χρόνια, όταν ήτο ακριβώς γαμβρός, ζηλεμμένος και πολυγυρεμένος, και είχε καλοπεράσει επί οκτώ έτη με δύο αρραβωνιαστικαίς, πότε γελών την μίαν, πότε την άλλην.

Ο Χριστοδουλής ελησμόνησε τα χέλια, το καβουράκια και τα κεφαλόπουλα, τα οποία διενοείτο να κλέψη, και δεν εχόρταινε να βλέπη την παιδικήν εκείνην επί της λίμνης περιπλάνησιν. Αλλά δεν του διέφυγε και η &ατζαμωσύνη& του Νίκου, όστις δεν είξευρε ν' &αβαράρη& κανονικά, καθώς έπρεπε, και χωμένος μέσα εις τους καλαμώνας ο παιδικός φίλος σου εστέναζε κ' έλεγε: «Α! να ήμουν εγώ»!. . .»

Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κ' ενετρύφα εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου δεξιά και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κ' εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν.

Ερχόμενοι δε προς αυτόν, άνοιξαν τες κασσελοπούλες των, και του έδειξαν διάφορα διαμάντια, τάχα πως τα είχαν διά πούλημα· αυτός τα εστοχάσθη με πολλήν ακρίβειαν και με θαυμασμόν, διά την ποιότητά τους, και επάνω εις όλα αυγάτισεν ο θαυμασμός του εις το να ιδή ένα καρβούνι πολλά θαυμάσιον, μέγα ωσάν ένα αυγό περιστεριού το οποίον παίρνοντάς το εις το χέρι, δεν εχόρταινε που να το κυττάζη και να του επαινή την ευμορφάδα.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν