Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Αν εξετάσωμεν δε πρώτον την τραγωδίαν από το εξωτερικόν, θα ίδωμεν ότι είνε φρικτόν και φοβερόν θέαμα να βλέπωμεν άνθρωπον υπερύψηλον, ορθούμενον επί υποδημάτων υψηλών, ο οποίος φορεί προσωπίδα υψηλοτέραν της κεφαλής και ανοίγει στόμα υπερμέγεθες, ως να θέλη να καταπίη τους θεατάς.

Και ενώ σιγοπλέουν, εξακολουθούν την περί των αρχαίων βαλανείων ομιλίαν. Εν μέσω του θορύβου των λουσμένων ακούεται και μια παιδική φωνή, η οποία ερωτά: — Αν έρθη τώρα μπαμπά ο καρχαρίας, πώς θα το καταλάβω; — Θα το καταλάβης όταν θα σε καταπίνη. — Και σα με καταπιή, τι θα γίνω; — θα γίνης... θα γίνης... Καλλίτερα να μη σε καταπιή, γιατί αν σε καταπιή μούντσωσ' τα!

ΔΟΡΚ. Α, νάτος, έρχεται. ΠΑΝ. Θα λιποθυμήσω, Δορκάς, διότι δεν ξέρω τι να κάμω. ΔΟΡΚ. Ω τρομάρα μου! έρχεται και ο Φιλόστρατος. ΠΑΝ. Τι να γείνω; Γιατί δεν ανοίγει η γη να με καταπιή; ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ. Πάμε να πιούμε, Παννυχίδα. ΠΑΝ. Με κατέστρεψες. Καλώς ώρισες, Πολέμων πολύ άργησες να μας έρθης. ΠΟΛΕΜΩΝ. Ποιός είνε αυτός που σου μιλά; Σιωπάς; Ωραία!

Τούτο, απεκρίθη με φοβεράν φωνήν ο αντίπαλός μου, είνε ο λάκκος όπου θα σε ρίψουν μετά δύο λεπτά! Κάθε άνθρωπος τον όποιον εγγίζει το σπαθί μου είνε καλός διά θάψιμον. Κάμε γλήγορα την τελευταίαν σου προσευχήν. »Ταύτα ακούων και θεωρών τον λάκκον, τον έτοιμον να με καταπίη, ησθάνθην την καρδίαν μου να γεμίζη όχι από φόβον, αλλ' από φοβεράν οργήν, προ πάντων κατά της αδικίας.

Αισθανόταν πόσο δύσκολο θα της ήτον ν' αποκαλύψη στον σύζυγό της ό,τι είχε μέσα στην καρδιά της και όταν ακόμη είχε την πιο καλή διάθεση· έπεσε σε μελαγχολία, που την στενοχωρούσε τόσο περισσότερο, όσο ζητούσε να την αποκρύψη και να καταπιή τα δάκρυά της.

Τι σκληρόν χέρι εφώναξα όλος τεταραγμένος από σπλάγχνος, ποίος βάρβαρος ημπόρεσε να τελέση τέτοιον ανόμημα εις τούτην την ευγενικήν κυράν· ας ανοίξη η γη να καταπιή ένα τέτοιον φονέα.

Δεν θα ευχηθής λοιπόν τότε ν' ανοίξη η γη να σε καταπιή, διότι, ως ο Βελλεροφόντης, θα περιφέρης βιβλίον το οποίον θα μαρτυρή εναντίον σου;

Και όμως η μητέρα του δεν ηδύνατο να τον βλέπη. Εκόπτοντο τα ήπατά της. Εις τα βάθη της ψυχής της εσχηματίσθη πεποίθησις, ότι δεν θ' απέφευγε την συνάντησιν προς την τελευταίαν δυστυχίαν της, ήτις μακρόθεν ωρύετο εγγίζουσα, ως λέων ζητών ν' αρπάση τινά, να καταπίη τινά ακόμη.

Μα πώς! εκουζουλάθηκε; είπε ν η Καλιώ απορούσα. — Κατέω και 'γώ είντα τούρθε του νεραϊδή; Αλλά δεν ήτο πρώτη φορά που την επείραζεν ο Πατούχας. Η Μαργή διηγήθη ότι από ημερών όπου την συνήντα, της εξετόξευε κάτι ματιές που 'νόμιζες πώς ήθελε να την καταπιή. Ενίοτε της έλεγε και κανένα λόγον από μακράν.

Ω, εάν αισθανώμεθα πάλιν και πολλάκις ότι τα πλημμυρούντα κύματα απειλούσι να μας πνίξωσι, και ο βυθός να καταπίη την χειμαζομένην ναυν της Εκκλησίας και της Πίστεως ημών, είθε πάλιν και πολλάκις να δοθή ημίν ν' ακούσωμεν εν μέσω της τρικυμίας και του σκότους, τας δύο εκείνας γλυκυτάτας του Σωτήρος εκφράσεις: «Μη φοβού. Μόνον πίστευε». «Εγώ ειμι. Μη φοβού». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Λ'. Αι ομιλίαι εις Καπερναούμ

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν