United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, τι ανόμημα εφώναξεν, είνε τούτο! αχ, θυγάτηρ μου, πόσον είσαι άνομη; ω ουρανέ, τώρα καταλαμβάνω πως είναι μάταιον το να γυρεύη τινάς να αποφύγη από τα εναντία που του φυλάγονται· το προγνωστικόν της Σχυρίνας είναι τελειωμένον, και καθώς βλέπω ένας επίβουλος την επλάνεσε και την απάτησε.

Αφού και ετελείωσα να φανερώσω της Ζεμπρούδας ένα συμβεβηκός τόσον παράξενον, το εμετανόησα πολλά, και ήτον καλύτερα που να μην της είχα ειπή την αλήθειαν, διατί αλλοί εις εμένα, ημπορούσε να ζήση· μα τι λέγω; πού χάνεται το πνεύμα μου; δεν ηξεύρω εγώ ότι τα καλά και τα κακά που μέλλουν να έλθουν στέκουν γραμμένα εις τον Ουρανόν; Ως τόσον η Ζεμπρούδα εσυνέλαβε τόσην θλίψιν και πίκραν εις την απάτην που έλαβε, και έδωσε την ευχαρίστησιν εκείνου του τρισαθλίου, που δεν μου εστάθη δυνατόν διά να την παρηγορήσω, δίδοντάς της να καταλάβω ότι το λάθος της ήτον όλον άξιον συμπαθείας, και ότι όλον το ανόμημα ήτον του μιαρού Δερβύση· μα όλες εστάθηκαν μάταιες η παρηγοριές που της έκαμα.

Ο σκλάβος υπάγει και βγάζει το μαχαίρι από το στρώμα της Ρεσπίνας που το έκρυψε, και του το δείχνει έτσι αιματωμένον, ομοίως και τα φορέματά της, έπειτα αρχίζει να λέγη ω αυθέντη μου· κύτταξε με τι τρόπον ετούτη η σκληρά και κακότροπή ανταμείβει τες ευεργεσίες που της εδείξατε; Ο Αράπης έμεινεν εις μίαν άκραν έκστασιν, οπόταν είδεν αυτό, και έλαβεν αιτίαν διά να υποπτεύση, ότι η Ρεσπίνα θα έπραξε το τοιούτον σκληρόν ανόμημα.

Α επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν, παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις τον κόσμον.

Τι σκληρόν χέρι εφώναξα όλος τεταραγμένος από σπλάγχνος, ποίος βάρβαρος ημπόρεσε να τελέση τέτοιον ανόμημα εις τούτην την ευγενικήν κυράν· ας ανοίξη η γη να καταπιή ένα τέτοιον φονέα.

Μητέρα, προς Θεού, μητην ψυχήν σου βάλης το κολακευτικόν άλειμμ' αυτό, πως τάχα η τρέλλα μου ομιλεί και όχι το ανόμημά σου· το πληγιασμένο μέρος πρόσκαιρα θα κλείση, άφαντο ενώ το κουφοδρόμι μέσα βόσκει και όλα τα φθείρει. Του Θεού ξομολογήσου, πέσε εις μετάνοιαν καιτο εξής φεύγε το κρίμα· τα χόρτα μη κοπρίζης και πολύ θυμώσουν.

Ετούτη είναι η ιστορία μου, ω βασιλέα, που με εβίασες διά να σου διηγηθώ· ηξεύρω καλώτατα που δεν ευρίσκεται εύλογον το γέλασμα, που του βασιλέως της Γάζνας έκαμα, και της βασιλοπούλας Σχυρίνας· και διά την ιερόσυλόν μου τόλμην που έλαβα η υψηλότης σου θέλει με συμπαθήσει· επειδή και η βασιλεία σου εστάθης η αιτία, και με εβίασες διά να φανερώσω με κάθε καθαρότητα το ανόμημα που έκαμα.

Και δεν απέρασαν ολίγες ημέρες που από την θλίψιν της εξεψύχησεν εις τες αγκάλες μου, ζητώντας μου συμπάθειον διά ένα ανόμημα, του οποίου δεν ήτο πταίστρια. Δεν ημπορώ να σας διηγηθώ καταλεπτώς τον πόνον, και την θλίψιν που έλαβα εις το να χάσω τοιούτης λογής γυναίκα.

Πέρασε τα γυαλιά απ' ταυτιά, ξεφυτίλισε το λύχνο, που τρεμόσβυνε μ' ένα άσχημο καπνό, κι' άρχισε να διαβάζη στο πρώτο φύλλο που άνοιξε: «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου...» Γύρισε άλλο φύλλο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι...» Δεν μπορούσε να προχωρήση· ο νους του έφευγε από το βιβλίο, η καρδιά του ήτανε βαρειά, ανάρηες σταλαγματιές βροχής χτυπούσαν, πού και πού, απάνω στα τζάμια, που γύριζαν το μυαλό του, σαν να του κανοναρχούσαν άλλα λόγια, παράξενα.