United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέρασε τα γυαλιά απ' ταυτιά, ξεφυτίλισε το λύχνο, που τρεμόσβυνε μ' ένα άσχημο καπνό, κι' άρχισε να διαβάζη στο πρώτο φύλλο που άνοιξε: «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου...» Γύρισε άλλο φύλλο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι...» Δεν μπορούσε να προχωρήση· ο νους του έφευγε από το βιβλίο, η καρδιά του ήτανε βαρειά, ανάρηες σταλαγματιές βροχής χτυπούσαν, πού και πού, απάνω στα τζάμια, που γύριζαν το μυαλό του, σαν να του κανοναρχούσαν άλλα λόγια, παράξενα.

Να 'πώ το πώς, θα ήναι κοντάαυτά τα θύματα και σε να θανατώσω. ΜΑΛΚΟΛΜ Θεέ ελέους κ' οικτιρμών! — Και συ, μη τα σκεπάζης, άνθρωπε, τα 'μάτια σου. Δόσε φωνήντην λύπην! Όταν η λύπη σιωπά και λόγια δεν ευρίσκη, κρυφολαλεί με την καρδιάν και να σχισθή της λέγει! ΜΑΚΔΩΦ Και τα παιδιά μου; ΡΩΣ Όλους σου, — παιδιά, γυναίκα, δούλους, όσους κι αν ηύραν!

Ακούοντας λοιπόν εκείνοι τα συμβάντα, και βλέποντές με εις τοιαύτην ταλαιπωρίαν, έλαβον σπλάγχνα οικτιρμών εις εμένα· με επεριποιήθησαν, μου έδωκαν και έφαγα αρκετά, με ένδυσαν που ήμουν σχεδόν γυμνός, και όταν ετελείωσαν το φόρτωμα του καραβιού, με επήραν εις την συντροφιάν τους, και φθάνοντες εις το νησί που ήτον η πατρίδα αυτών, με επαράστησαν εις τον βασιλέα των· ο οποίος όντας βασιλέας μεγαλοπρεπής, ευγενικός, φιλόδωρος και ευεργετικός, αφού ήκουσε το ναυάγιον μου, και τα επακολουθήσαντά μοι δυστυχή συμβεβηκότα, με επαρηγόρησε, με επεριποήθην και επρόσταξε τους υπηρέτας του να μου δώσωσιν όλα μου τα χρειαζόμενα εις ανάπαυσιν και ζωοτροφίαν μου.

Η φωνή της ταλαιπωρίας των είχεν εξεγείρει εν ακαρεί την ηχώ του ελέους Του· αλλά η θαυματουργός ευποιία των οικτιρμών Του, καίτοι διαπερώσα αυτήν την φυσικήν ύπαρξίν των, δεν διήγειρεν ευγνωμοσύνην εις τας γηίνους και λεπράς καρδίας των. Ουχ ήττον ο αλλογενής ούτος δεν επέστρεψεν εις μάτην, ουδέ θα μείνη η σπανία αρετή της ευγνωμοσύνης του αβράβευτος.

— Σ' αρέσει το λοιπόν η φρέσκα μπογάτσα; Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμου. Και το βλέμμα του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία. — Κόψ' του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός τον οπτανέα. Δος του να φάη του κακομοίρη! — Αμ' ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα κομμάτι; — Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;