United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία καλοπροαίρετη πνοή σας πρέπει να φουσκώση τα πανιά μου, διαφορετικά ο σκοπός μου χάνεται, και αυτός ήτουν, ν' αρέσω. Τώρα μου λείπουν πνεύματα να προστάζω, τέχνη να μαγεύω, και το τέλος μου είναι η απελπισία, αν δεν με σώσ' η Δέησις, πώχει άρματα τόσο δυνατά, ώστε πολιορκεί, και στενεύει το θείον Έλεος και από κάθε πταίσμα μας λυεί.

Ήτο λαμπρά αθέτησις του γράμματος του Νόμου, όστις επιτάττει αυστηρόν αγνισμόν εις πάσαν επαφήν του λεπρού· αλλ' ήτο συγχρόνως λαμπρά έξαρσις του πνεύματος του Νόμου, το οποίον ήτο ότι ο έλεος είνε ανώτερος της θυσίας. Η χειρ του Ιησού δεν εμολύνθη διά της επαφής του λεπρού, αλλά του λεπρού όλον το σώμα εκαθαρίσθη διά της προσψαύσεως της αχράντου χειρός.

Είμαι ευτυχισμένος που υπέφερα, που αμάρτησα, γιατί δοκιμάζω το θεϊκό σου έλεος, τη συγχώρεσή σου, τη βοήθειά σου, την απέραντη μεγαλοσύνη σου. Πάρε την ψυχή μου, όπως το πουλί παίρνει το σπόρο του σιταριού. Κύριε, σκόρπισέ με στους τέσσερεις ανέμους, εγώ θα σε δοξάζω επειδή εισάκουσες την καρδιά μου…»

Ο Έφις άκουγε με τρόμο: ένοιωθε να βρίσκεται πάλι μπροστά στο τραγικό πεπρωμένο της οικογένειας με την οποία βρισκόταν δεμένος όπως είναι κολλημένο το βρύο στην πέτρα, και δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε τι να κάνει. «Ωχ», αναστέναξε βαθειά ο Τζατσίντο. «Σίγουρα όμως θα φύγω από δω. Δε θα περιμένω να με διώξουν! Δεν έχουν έλεος οι θείες μου, και κυρίως η θεία Νοέμι. Δε με νοιάζει όμως.

Δεν επεμβαίνει η Ευρώπη και ησύχασε, έλεγε και επανέλεγε προς τον πατέρα μου• οι βασιλείς δεν συμπεθερεύουν με αποστάτας. ― Και θ' αφήσουν τον Σουλτάνον να σφάξη τους Έλληνας όλους! ανέκραζεν ο πατήρ μου. ― Ας προσκυνήσουν και ας ζητήσουν το έλεός του, απεκρίνετο ο Ζενάκης.

Το πταίσμα σου με θάνατον το τιμωρεί ο Νόμος, αλλά ο πρίγκηψ ο καλός, το μέρος σου επήρε, τον νόμον εχαλάρωσε προς χάριν σου, κι’ αλλάζει την μαύρην λέξιν θάνατον, 'ς την λέξιν εξορία. Σου είναι χάρις κ' έλεος αυτό, και δεν το βλέπεις; ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν είναι χάρις· βάσανον και τυραννία είναι!

Τότε το Τελώνιον εφώναξε· Σολομών, Σολομών, μέγιστε Προφήτα, έλεος ζητώ και ευσπλαγχνίαν· δεν εναντιώνομαι πλέον εις την θέλησίν σου, υπακούω εις τας προσταγάς σου.

Σχώρεσέ την για πρώτη φορά, Κουμπή μου, σχώρεσέ την. Έλεος, Κουμπή μου, έλεος! Ο Κουμπής εκάμφθη. Η Σεραΐνα επέζησε δέκα ή δώδεκα έτη, όσα ήρκουν διά ν' αναθρέψη τα τέκνα του Κουμπή.

Έλεος! οίμωζεν ο Χίλων . . . Αυθέντα, έκραξε στρεφόμενος προς τον Βινίκιον, σώσε με! Ενεπιστεύθην εις σε . . . . . Μεσίτευσον δι' εμέ. . . Την επιστολήν σου . . . θα την εγχειρίσω . . . . Αυθέντα! Αυθέντα! Αλλ' ο Βινίκιος ήτο αδιάφορος εις όσα συνέβαινον, πρώτον διότι όλα τα τεχνάσματα του Χίλωνος τω ήσαν γνωστά, και έπειτα, διότι η καρδία του δεν ησθάνετο ποτέ οίκτον.

Διά να ευαγγελισθή εις τους πτωχούς, διά να εφαπλώση το έλεός Του επί τους απολωλότας, διά τούτο κατεσκήνωσεν εν τοις ανθρώποις.