United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία. — Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει; — Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν! — Ποίος είσαι; — Πτωχός γέρος απόμαχος. — Και τι θέλεις; — Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι! — Τι πλάσμα; — Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει.

Μη μου ειπήτε όχι, μη μου το ειπήτε! Η ευτυχία είνε φιλάνθρωπος και γενναία. Δεν σας ζητώ έλεος. Σας στέλλω είκοσι αντίτυπα των ποιημάτων μου. Αδελφώσατε την μούσαν μου με τον πλούτον σας. Ο κομιστής αναμένει απάντησιν. Συννεφάκος. — Συννεφάκος; ερωτά η Κ. Περδίκη, ποίος είν' αυτός; — Ένας κακομοίρης . . . — Και τι δουλειάν κάμνει; — Δεν το ήκουσες από το γράμμα του; στίχους γράφει.

Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδηροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λελούδας. — Παληοβρώμα!... Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω στην ράβδον, εις τα γόνατά του, εις τους πόδας του. — Έλεος, Κουμπή, έλεος! Δεν το ήθελεν η καϋμένη. Λάθος έκαμε, επάνω στη βία της, στη σαστιμάρα της. Δεν επήρε ακόμη τα χούια σου, τα συστήματά σου, Κουμπή.

Η θέα της λυσικόμου ταύτης γυναικός, το αίσχος της ταπεινώσεώς της, η αγωνία της μεταμελείας της, το πολύδακρυ των οφθαλμών της, η θυσία του μύρου εκείνου, θα ηδύναντο να κινήση και λιθίνην καρδίαν εις συμπάθειαν. Αλλ' ο Σίμων, ο Φαρισαίος, απέβλεψε προς τούτο μετά παγεράς αποδοκιμασίας. Η έκκλησις εις έλεος εκ μέρους της θρηνούσης δεν τον συνεκίνησε.

Η Λιαλιώ εστέναξε βαθέως και είπεν: — Αχ! ναι! ... για να είμαι ειλικρινής μαζύ σου... Εκείνος που θελά με πάρη...και τον ήθελα κ' εγώ... είνε τώρα έξη χρόνια που τον έφαγε η Μαύρη θάλασσα... Το καράβι επήγε σύψυχο... Αλλ' αν έχης έλεος, γιατί επιμένεις να μ' εξετάζης γι' αυτό;...

Ζητούσε έλεος, με τόσο λυπητερή και τρυφερή φωνή, που τη λυπηθήκανε και της είπαν: «Κόρη, για να θέλη η Βασίλισσα Ιζόλδη το θάνατό σου, η κυρία η δική σου και η δική μας, χωρίς άλλο, κάποιο μεγάλο άδικο της έχεις κάνει». Απάντησε: «Δε γνωρίζω, φίλοι. Μοναχά ένα άδικο θυμάμαι.

Ο Χίλων ύψωσε την λυχνίαν και ευθύς σχεδόν την αφήκε να πέση· έπειτα έκυψεν έως κάτω και ήρχισε να οιμώζη . . . — Δεν είμαι ο Κήφισσος . . . δεν είμ' εγώ! Έλεος! — Ιδού ο άνθρωπος όστις με επώλησεν, είπεν ο Γλαύκος· εκείνος, όστις κατέστρεψεν εμέ και την οικογένειάν μου!

Πέρασε τα γυαλιά απ' ταυτιά, ξεφυτίλισε το λύχνο, που τρεμόσβυνε μ' ένα άσχημο καπνό, κι' άρχισε να διαβάζη στο πρώτο φύλλο που άνοιξε: «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου...» Γύρισε άλλο φύλλο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι...» Δεν μπορούσε να προχωρήση· ο νους του έφευγε από το βιβλίο, η καρδιά του ήτανε βαρειά, ανάρηες σταλαγματιές βροχής χτυπούσαν, πού και πού, απάνω στα τζάμια, που γύριζαν το μυαλό του, σαν να του κανοναρχούσαν άλλα λόγια, παράξενα.

Αν όμως τώρα πράγματι κατέχετε αυτήν την επιστήμην που λέγετε, το έλεός σας επικαλούμαι· διότι τίποτε ολιγώτερον, παρά ως προς θεούς πρέπει πλέον να σας αποτείνωμαι και να σας δεηθώ να τύχω της συγγνώμης σας δι' όσα είπα πρωτύτερα.

Τας αίγας του ο πτωχός αιπόλος τας άφησεν όπως ευρέθησαν εις το έλεος του Θεού, ουδέ είχε καιρόν να τας οδηγήση οπίσω εις την μάνδραν, και να τας ασφαλίση. Βοσκόν άλλον ν' αφήση αναπληρωτήν δεν είχε την στιγμήν εκείνην. Ο ψυχογυιός του δεν είχεν επιστρέψει ακόμη από το φρούριον. Το παληόπαιδο θα ηύρε τας πύλας ανοικτάς και θα το έστρωσε με φίλους εις κανέν καπηλείον.