United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους πολίτας τους είχεν εξαγοράσει, τα γράμματα τα είχεν ανακαλύψη, εις όλας τας θύρας εφρούρουν κατάσκοποι, και επειδή είχε κατορθώση να αποπλάνήση με τα θέλγητρά της τον «Ευτυχή» τον προδότηναυτό δεν μου εστοίχισε τίποτε! Διά σε, δεν έκαμα περισσότερα; . . . Εξ αιτίας σου μήπως δεν ηρνήθην την κόρην μου την Σαλώμην;

Εγώ επανειλημμένως το είπα εις τον Αχιλλέα, μήτε με σε να συγγενεύση μήτε να δεχθή εις το σπίτι του την κόρην μιας κακής γυναικός, διότι αι θυγατέρες επαναλαμβάνουν τα αίσχη των μητέρων. Και σεις όλοι όσοι πρόκειται να νυμφευθήτε, προσέξετε η σύζυγος που θα πάρετε να είναι κόρη καλής μητέρας.

Και όμως η γραία δεν ήτο κακής ψυχής· όμως είχε καταρασθή την κόρην της «να μην την εύρη ο χρόνοςΚαι δεν την ηύρεν ο χρόνος.

Εγώ βλέποντας την κόρην τόσον ωραίαν, συνεπέρανα ότι θα είνε και ο αδελφός της παρόμοιος εις την ευμορφιάν, καθώς και ήτο και της έδωσα τον λόγον μου.

Είχεν ερευνήσει, τω όντι, επί χρόνους πολλούς, εις τα βουνά και τας φάραγγας, όπως εύρη «παλληκαροβότανο» διά την κόρην της, αλλ' εκείνο το οποίον της είχε δώσει δεν επέτυχεν εξ εναντίας, ενήργησε μάλλον ως «κοριτσοβότανο». Και όμως εις αυτήν άλλοτε, όταν της το έδωκεν η ανδραδέλφη της, είχε τελεσφορήσει, διότι έκαμε τέσσαρας υιούς, και μόνον τρεις θυγατέρας.

Εκείνος, θα κάμη ό,τι πρέπει και θα φανή ότι κάμνει άξια του Πηλέως και του πατρός του Αχιλλέως. Θα διώξη λοιπόν την κόρην σου από το σπίτι, όταν δε συ θέλησης να την δώσης εις άλλον άνδρα, τι θα του είπης; ότι τάχα τον άφησε, φρόνιμη αυτή, και έφυγε, επειδή ήτο κακός σύζυγος; Αλλά αυτό θα είναι ψεύδος.

Αν μ' αγαπάς, Εδμόνδε, μη την βλέπεις! ΕΔΜ. Μη έχεις φόβον! Έρχονται ο άνδρας της κ' εκείνη. Να μη τον πάρη άνδρα της, κι' ας χάσωμεν την μάχην! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Αγαπητή μας αδελφή, μετά χαράς σε βλέπω. — Εδμόνδε, εις την κόρην του ο βασιλεύς επήγε με άλλους που απέλπισε του κράτους μας η βία. Όπου δεν είναι η τιμή δεν είμ' εγώ ανδρείος.

Ο Αγαμέμνων μ' έστειλεν, ο βασιλεύς, ω Χρύση, Να φέρω και την κόρην σου, να κάμω κ' εκατόμβην Τον Φοίβον για τους Δαναούς· ώστε τον βασιλέα Να τον εξιλεώσωμεν, οπού εις τους Αργείους Έστειλε πολυστέναχτα παθήματ' αυτός τώρα. Έτσ' είπε, καιτα χέρια του την έθεσε· κ' εκείνος, Χαρούμενος, εδέχθηκε την ποθητήν του κόρην.

Μετ' ολίγον εξήλθεν η παρθένος από το ιερόν βαστάζουσα θυμιατήριον εσβεσμένον και θυμιάζουσα τάχα. Και τότε την είδε κατά πρόσωπον ο παπά-Κονόμος. Έβλεπε τότε εκπληρούμενον τον πόθον του τον βαθύν. Έβλεπε την κόρην του. Ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα. Η κόμη της, τα μάτια της, τα ανάστημα.

Αλλά το δαιμόνιον όπου είχε μέσα του του προανήγγειλε τον κίνδυνον όπου έτρεχε, και σηκωθείς διά νυκτός έφυγεν από την χώραν, τρέχοντας εις τα βουνά, και φέροντας μαζή και την δαιμονόπλαστον κόρην, όπου ήτον έως έξ χρόνων τότε.