United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αύριον πια αρχίζει το ταξείδι!» — Μάλιστα, αύριον! Αυτή τη βραδυά εκάθισε ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα για τελευταίαν φοράν εις τον Μύλον ως αρραβωνιασμένοι. Έξω ήσαν ροδισμέναι αι Άλπεις, οι εσπερινοί της εκκλησίας κώδωνες εσήμαιναν, αι θυγατέρες του Ηλίου ετραγουδούσαν: «Ας συμβή το καλύτερον».

Έσπαιρνε τα ωραία εκείνα πλατοκούκκια «που κανείς δεν τα είχε». Και «τόσο τα εσήκονεν ο τόποςΕφύτευσαν και αι θυγατέρες της εις μίαν άκραν διάφορα άνθη, απομιμούμεναι της μητρός τας έξεις, κιτρινωπά μαντζαράκια με τα βελούδινα άνθη των, και κρίνα λευκά και κόκκινα, και δύο τριανταφυλλέας όπου εύρισκον την χαράν των τα παιδία τώρα την άνοιξιν, οσάκις δεν ευρίσκετο εκεί η γραία.

Μου φαίνεται πώς είνε κομμένα τα ήπατά μου. — Μήπως κάθεσαι καμμιά μέρα; Ούλου παλεύεις, είπεν η Δεσποινιώ. Και εχασμάτο η γραία, ενώ αι θυγατέρες της ενεδύοντο. — Θα τα 'ρμάξνι κείνα τα 'κκιά! είπεν η θειά-Ζωίτσα. — Αμ την καρυά; — Καλά λες· είπε ζωντανεύσασα ολίγον η γραία. Κάμετε γλίγωρα.

Εις τους τελευταίους χρόνους, καθ' όσον εγήραζεν, είχεν αρχίσει να υπερβαίνη τον κανονισμόν, και δις ή τρις της ημέρας ίστατο έξω της θύρας του καπηλειού του Γιάννη Βλάχου, κ' εφώναζε την φράσιν την συνθηματικήνΕλέησόν με . . . και πέμψον Λάζαρον! Εν τω μεταξύ, αι τέσσαρες θυγατέρες εκείναι, διά την τύχην των οποίων ανησύχουν αι εξαδέλφαι της Ασημήνας, έλαβον διαφόρους τύχας.

Αι θυγατέρες του Δαναού έφερον την εορτήν ταύτην από την Αίγυπτον και την εδίδαξαν εις τας γυναίκας των Πελασγών· εχάθη όμως όταν η Πελοπόννησος εγένετο ανάστατος υπό των Δωριέων, μόνοι δε οι διασωθέντες και μη μεταναστεύσαντες εκ των Πελοποννησίων, οι Αρκάδες, διετήρησαν αυτήν.

Ουδεμία γυνή γίνεται ιέρεια θεού ή θεάς, αλλ' οι άνδρες είναι ιερείς πάντων και πασών. Οι υιοί δεν είναι ηναγκασμένοι να θρέφωσι τους γονείς των εάν δεν θέλωσιν· αι θυγατέρες όμως είναι ηναγκασμέναι εις τούτο, έστω και εάν δεν θέλωσι.

Δεν είνε τίποτα. — Θαρθή κι' ου καπετάν-Θοδωρής; — Θαρθή. — Ναρθή. Αληθώς μετ' ολίγον ο καπετάν-Θοδωρής εξεκίνησε πρώτος, αναβάς επί του οναρίου, κρατών και το βαρύ τρομπόνιον πλήρες. Η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες της, έφερον εκάστη από ένα σάκκον κενόν και εντός καλάθου έλαιον διά τα κανδήλια της Παναγίας. Επί άλλου καλάθου, ον εκρέμασαν επί του οναρίου έθεσαν τον άρτον και το προσφάγιον.

Προ δεκαοκτώ ετών, όταν εβαπτίσθη η Μπαμπέττα, είχεν έλθει αυτή η νονά της εις το Βεξ. Είχε δωρήσει εις την Μπαμπέτταν την πολύτιμον καρφίτσα, που εφορούσε εις το στήθος της. Είχε γράψει δύο φοράς η νονά, και το έτος τούτο θα συνηντώντο με αυτήν και τας θυγατέρας της εδώ εις το Ιντερλάκεν. Αι θυγατέρες ήσαν ανύπανδροι τριάκοντα περίπου χρόνων, ενώ αυτή ήτο μόλις δεκαοκτώ.

Αι Ακτίνες, αι ευλογημέναι θυγατέρες του ηλίου εφιλούσαν τα μάγουλά του και ο Ίλιγγος επαραμόνευε· δεν ετόλμα όμως να τον πλησιάση· αι χελιδόνες από το σπίτι του παππού του, όπου ήσαν επτά σωστές φωλιές, επετούσαν προς αυτόν υψηλά και της κατσίκες του και έψαλλον. «Εμείς και σεις! Εσείς και μεις

Έφαγε και τα ολίγα αποταμιεύματά του και ήδη απέζη, αυτός και η οικογένειά τους εκ των μικρών προσόδων των κτημάτων του. Τα έτη παρήρχοντο. Αι εύμορφοι θυγατέρες του εμεγάλωνον και εγίνοντο ευμορφότεραι.