United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα επέστρεφον μετά το δειλινόν. Έως τότε υπελόγιζον ότι θα εσύναζον όλα τα υπάρχοντα εις τας εκεί συκομορέας φύλλα. Επί του οναρίου ο καπετάν-Θοδωρής εφόρτωσε και τους ψευδείς πόδας του, τα δύο χονδρά ραβδία, τα οποία μετεχειρίζετο ως αληθινούς του πόδας. Οι άλλοι δύο πόδες του, οι αληθινοί, εκρέμαντο από του οναρίου ξεκλειδωμένοι ως ψευδείς.

Ο γέρων εκείνος γεωργός, ο τόσον φαιδρός επί του οναρίου του, μαζί με το άροτρόν του, δίπλα του, σαν να προηγήται θριάμβου, τροπαιοφόρος, έχει από την Λαμπρήν να εισέλθη εις την κώμην. Κ' εισέρχεται τώρα, επί του οναρίου του φαιδρός, με το άροτρόν του, δίπλα του, ως να προηγήται θριάμβου, τροπαιοφόρος, διά να εορτάση τα Χριστούγεννα, εν τω γενεθλίω του οίκω. Όλοι συνάζοντ' ενωρίς.

Αναβιβάσασα επί οναρίου τον καπετάν-Θοδωρή, πληρώσαντα καλώς έν ωραίον τρομπόνιον, το μόνον λείψανον του απολεσθέντος βρικίου του, εξήρχετο μετά της μεγαλειτέρας των θυγατέρων της και συνέλεγε φύλλα εις τα πλησιέστερα κτήματα, δίδουσα αυτά εις το καματερό της μετά φειδούς. Εις το μέγα κτήμα όμως, εις την Κεχρεάν, δεν ετόλμησε να μεταβή.

Ο μπάρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλ' αφ' έτερου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι' αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.

Ο ταλαίπωρος μοναχός, φορτώσας επί οναρίου την γυναίκα του και τέσσαρας μαύρους σαξωνικούς άρτους, ήρξατο της νέας οδοιπορίας, σύρων το ζώον εκ του χαλινού και μετά δακρύων ενθυμούμενος τας αναπαύσεις της πατρώας καλύβης.

Τότε διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος εξαφνίσθη, και ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου, και «πού σε σφάζ', πού σ' πονείήρχισε να κεντά, αλύπητα· το ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι.

Δεν είνε τίποτα. — Θαρθή κι' ου καπετάν-Θοδωρής; — Θαρθή. — Ναρθή. Αληθώς μετ' ολίγον ο καπετάν-Θοδωρής εξεκίνησε πρώτος, αναβάς επί του οναρίου, κρατών και το βαρύ τρομπόνιον πλήρες. Η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες της, έφερον εκάστη από ένα σάκκον κενόν και εντός καλάθου έλαιον διά τα κανδήλια της Παναγίας. Επί άλλου καλάθου, ον εκρέμασαν επί του οναρίου έθεσαν τον άρτον και το προσφάγιον.

Εις όλα αυτά τα στάδια, ο φοβερός δεκατιστής, μυθικός Κένταυρος, αχώριστος του οναρίου του, παρηκολούθει τον ελαιοκαρπόν, φέρων εις τους νησιώτας επιμελώς τας ειδήσεις του. Αλλ' είχε και άλλους συντρόφους εις τας επιθεωρήσεις του τας συνεχείς. Την απροστάτευτον χήραν, η οποία εκ του καρπού αυτού αναμένει την προστασίαν.

Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, διά να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν!