United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ξενοδόχος ήτο καλός άνθρωπος, αλλά θερμοαίματος και θυμώδης. — Πολλά τα έτη σας, είπε προς τον μικρόν Κλώσον. Κάτι ενωρίς έβαλες σήμερον τα Κυριακάτικά σου; — Πηγαίνω την νόναν μου εις την πόλιν, απεκρίθη εκείνος. Την άφησα εις το κάρον δεν ημπορώ να την φέρω μέσα, και σε παρακαλώ πολύ, πήγαινέ της έν ποτήρι νερόν. Αλλά φώναζε της δυνατά, διότι είναι θεόκωφη!

Α’ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ. Μολονότι είναι ενωρίς, χίλιοι άνδρες ωπλίσθησαν ήδη, στρατηγέ, και σε περιμένουν εις τας πύλας της πόλεως. Β' ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ. Η πρωία είναι λαμπρά· καλή μέρα, στρατηγέ. ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. Καλή μέρα, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ωραία είναι η μουσική σας, παιδιά. Είναι φίλημα στρατιώτου· θα ήμην άξιος επιπλήξεως και περιφρονήσεως αν έχανα τον χρόνον εις τετορνευμένας τυπικάς φιλοφρονήσεις.

Διά ρήξεως ή κάλλιον δι' απάτης: λόγου χάριν, αν η γραία έκραζε με κλαυθμηράν φωνήν την νεαράν της γειτόνισσαν, και την παρεκάλει ν' ανοίξη, διά να της ζητήση, ως εν ώρα ανάγκης, κάτι, οίον έν πυρείον διά ν' ανάψη το σβυσμένον κανδήλι, επειδή ήτο παράωρα, κ' είχε λησμονήσει ν' αγοράση ενωρίς. Η Μανιά επέστρεψε, φέρουσα τα οψώνια.

Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους . . . η δεκαοκταέτις κόρη το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή, νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.

Και τα τεμάχια των βαπτιστικών και κουκουλίων ήσαν και ταύτα ενθύμια παιδίων, αποθανόντων ευθύς μετά το βάπτισμα, και τα λευκά κόκκαλα και τα κρανία τα τρυφερά ήσαν άσπιλα λείψανα παιδίων, τα οποία είχεν ευδοκήσει να καλέση ενωρίς εις τον Παράδεισον πλησίον του υιού της, του ειπόντος «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά», η Παναγία η Γλυκοφιλούσα.

Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος. — Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον; Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδεςένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα.

Έκρουσεν επί αρκετήν ώραν την θύραν μας, μέχρις ου κατορθώση να μας εξυπνήση και λάβη απόκρισιν ότι εντός ολίγου θα ήμεθα έτοιμοι. Δεν είχομεν εξηγηθή ότι θα έλθη τόσον ενωρίς και δεν δύναμαι να αποκρύψω ότι, δυσαρεστηθείς διά το πρόωρον εξύπνημα, τον έστειλα εις τον διάβολον.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Πολύ καλά! ώρα καλή! το είπαμεν την πέμπτην. 'Σ την Ιουλιέταν πήγαινε, γυναίκα, πριν πλαγιάσης, κ' ειπέ της πότε γίνονται τα στεφανώματά της. — Καλήν σου νύκτα. — Φέρετε τον λύχνον μου επάνω! — Μα την ζωήν μου είν' αργά τόσον εξώρας είναι, ώστε κανένας κ' ενωρίς 'μπορεί να τ' ονομάση. Ο θάλαμος της Ιουλιέτας.

Ησχολούντο την ημέραν εις την συλλογήν του ελαιοκάρπου, κ' επειδή το παλαιόν χωρίον ευρίσκετο σιμά εις τα κτήματά των, μη θέλουσαι να κοιμώνται εις το ύπαιθρον, και διότι έπιπτεν άφθονος δρόσος και υγρασία την νύκτα, και διότι ήσαν γυναίκες, χάριν ευκολίας κατήρχοντο και διενυκτέρευον αυτόθι, εις τας δύο ή τρεις σωζομένας μικρός οικίας, διά ν' αναλάβουν ενωρίς την εργασίαν την επαύριον.

Ποιος ήλθε τόσον ενωρίς να με καλημερίση; Παιδί μου! πρέπει ταραχή της κεφαλής μεγάλη να σ' έκαμε την κλίνην σου τόσον πρωί ν' αφήσης. Μετρά τας ώρας η φροντίς ‘ς τα μάτια των γερόντων, κι όπου Φροντίδες κατοικούν ο Ύπνος δεν φωληάζει· αλλ' όμως, όπου τα γερά τα μέλη της 'ξαπλόνει Νεότης ξέννοιαστη, εκεί ο Ύπνος βασιλεύει.