United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν τελείωσε το φαγί, ο Κακαμπός νόμισε, καθώς κι' ο Αγαθούλης, ότι πληρώσανε καλά το λογαριασμό τους, ρίχνοντας απάνω στο τραπέζι δύο απ' αυτά τα πλατιά κομμάτια του χρυσαφιού, πούχαν μαζέψει. Ο ξενοδόχος κ' η ξενοδόχα σπάσανε στα γέλια και βαστούσανε πολλιώρα τα πλευρά τους. Τέλος συνήλθανε.

ΧΙΟΣ. Καλέ σεις λογιώτατε που ξέρετεν τα λιανικά, σέν- » τε μέντε κουντουσέντε, » και των αλλωνών μισέντε» ξέρετεν ίντα θα πη; ΛΟΓ. Ου. ΠΕΛ. Να χουρέψουμε. ΑΝΑΤ. Άιντε ντε σηκωτήτε.... ΑΝΑΤ. Σία λευτερία. ΠΕΛ. Εις υγείαν της, αι βιβα τηςχαιράμενοι. Ο Ανατολίτης, ο Λογιώτητος και ο Ξενοδόχος. ΛΟΓ. Ουκ έμαθον ορχείσθε.

Ο ξενοδόχος ήτο καλός άνθρωπος, αλλά θερμοαίματος και θυμώδης. — Πολλά τα έτη σας, είπε προς τον μικρόν Κλώσον. Κάτι ενωρίς έβαλες σήμερον τα Κυριακάτικά σου; — Πηγαίνω την νόναν μου εις την πόλιν, απεκρίθη εκείνος. Την άφησα εις το κάρον δεν ημπορώ να την φέρω μέσα, και σε παρακαλώ πολύ, πήγαινέ της έν ποτήρι νερόν. Αλλά φώναζε της δυνατά, διότι είναι θεόκωφη!

Τούτο μου το εξήγησεν ένα πρωί ο ξενοδόχος. «Εκείνους, μου είπε, που μένουν εις την Σύρα, τους έχει ανάγκη για την επιρροήν του, ενώ συ εδώ τι καλό ή κακό μπορείς να του κάμης, έρημος σε ξένο τόπο; Πολύ φοβούμαι πως σε περιπαίζει». Όταν το ήκουσα το αίμα μου ήρχισε να βράζη και έτρεξα εις του βουλευτή με την απόφασιν να του ομιλήσω παλληκαρίσσια, να του πω πως δεν μπορώ πλιά να περιμένω, γιατί εσώθηκε το χαρτζιλήκι μου και η υπομονή μου.

Σου ταράττει, γράφεις, τα νεύρα σου, η έστω και ανώδυνος και αθώα κακολογία· σ' εμποδίζει να χωνεύης τακτικά τα ωραία ελβετικά χαμοκέρασα, τα οποία σου παραθέτει ο προγάστωρ και φαιδρός σου ξενοδόχος, και τέλος πάντων, kurz und gut, ως λέγει πάλιν ο γερμανός σου υπηρέτης, θέλεις να σου γράφω τα ωραία πράγματα των Αθηνών, τα ευχάριστα μόνον και τα ιλαρά, διότι αυτό σε ωφελεί εις την υγείαν!

Για να προκόψη η επιστήμη, για να μάθη χωριανές γλώσσες, τι δεν κάνει ο γλωσσολόγος; Αφίνει το σπιτικό του, ως και στης Τήνος τα ξενοδοχεία πάει να καθήση. Δυο νύχτες με την αράδα κοιμήθηκα λαμπρά στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, απάνω σ' ένα ξύλινο τραπέζι, μάλιστα απάνω σε δυο, γιατί έχω και μπόι. Μεσημέρι και βράδυ με σερβίριζε ο ξενοδόχος το ξακουστό το τηνιακό το κρέας.

Μετά χαράς, είπεν ο ξενοδόχος, και υπήγε με το ποτήρι εις την γραίαν, η οποία ήτο στυλωμένη εις το κάρον. — Ο εγγονός σου μου είπε να σου φέρω νερόν, εφώναξεν ο ξενοδόχος. Η αποθαμένη γραία ούτε απεκρίθη, ούτε εκινήθη. — Δεν ακούεις; εφώναξεν ο ξενοδόχος με όλην του την δύναμιν. Ο εγγονός σου σού στέλλει το ποτήρι τούτο!

— Ω τι δυστυχία! έλεγεν ο ξενοδόχος, και εκτυπούσε τα χέρια του. Μ' επήρεν ο θυμός! Αγαπητέ μου Κλώσε, δι' όνομα θεού! μη με καταδώσης, και σου δίδω έν κοιλόν χρήματα, και σου θάπτω την νόναν σου με όλην την παράταξιν, ωσάν νη ήμην εγώ εγγονός της. Ο μικρός Κλώσος λοιπόν εκέρδισε και άλλο κοιλόν χρήματα, ο δε ξενοδόχος του έθαψε την νόναν του καθώς υπεσχέθη.

Πώς επληρώθη ή θα πληρωθή ο αμαξηλάτης, ο ράπτης, ο ξενοδόχος του μικρού εκείνου υπαλλήλου εμπορικού γραφείου; Διά μικράς τινος σήμερον προκαταβολής, δι' υποσχέσεων και ψεύδους αύριον, διά κρυπτού μεθαύριον, και μετ' ολίγον διά δικαστικού κλητήρος.

Ξενοδόχος και οι λοιποί. ΞΕΝ. Καλέ σεις ούλοι εδώ στενε;... κ' ε θα με πληρώστεν εκείνα που φάγετεν κ' ίπγιτεν στη λοκάντα μου, που για σας έσβυσα διαβόντρου γυιοί; ΑΝΑΤ. Χινζ ποτές άντρωπο στη χάψι μέσα πλερώνει! ταμάμ πραματευτή... Χαρατζή μπιλέμ στη χάψι μέσα χαρατζή ντε υρεύει. ΞΕΝ. Ν' εν τ' όχεται στο νου σας να με πλερώστενε μαθές; να μου φάτεντε κι' εσείς το βιος μου, διαβόντρου κουλούκια;