United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποίον να σφάζη και να γδέρνη και να κόπτη εις μικρά κομμάτια το κρέας και να τα βράζη ή να τα ψήνη; — Τον μάγειρον. — Καλά λοιπόν θα κάμη, εκείνος που κάμει ό,τι τον επιβαρύνει; — ΜάλισταΤον μάγειρον δε, καθώς είπες, επιβαρύνει να κόπτη και να γδέρνη· το ωμολόγησες αυτό, ή όχι; — Αλλοίμονο! το ωμολόγησα, αλλά συχώρεσέ με, — Είναι λοιπόν φανερόν ότι, αν κανείς σφάξη τον μάγειρον και τον κόψη κομμάτια και τον βράση ή τον ψήση, θα κάμη ό,τι τον επιβαρύνει να κάμνη· το ίδιο και εκείνος που σφυροκοπήση τον χαλκέα και που κοπανίση τον κεραμέα και τον κάμη πηλόν.

Και έβλεπεν η γραία επάνω εις την καπνοδόχον τάχα, επαναλαμβάνουσα. — Πάει το κρέας! Ο Νικολάκης εταράχθη κατ' αρχάς εκ του αιφνιδίου τούτου επεισοδίου, βλέπων προς την καπνοδόχον και ετοιμαζόμενος να εγερθή και προλάβη τον κλέπτην.

Ένα μαντρόσκυλο παραφυλάξαντας την απροσεξιά τους, άρπαξεν ένα κομμάτι κρέας κ' έφυγε από τη θύρα. Κ' ενώ το εκυνηγούσε κ' έφτασε σιμά στον κισσό, βλέπει το Δάφνη, που είχε κρεμάσει στους ώμους το κυνήγι, αποφασισμένος να φύγη κρυφά.

Πάει τρεχάτη νανάψη φωτιά, να γίνη θράκα· να ψήση το κρέας να φάη, να ξεφαντώση στην υγειά τ' Αργύρη της· να πορέψη και την άμοιρη φτωχολογιά, οπακαρτέραε το χρυσό της χεράκι. Φτάνει στο σπιτικό της η άμοιρη κι απιθώνει το σφαχτό. Παίρνει ένα μαχαίρι να σκίση το τομάρι. Σκίζει το τομάρι, τηράει· τι να ήδη! Τον Αργύρη της μέσα, λιανισμένον, κοψοκέφαλο...

Εμπρός, είπα στον Άλλον. Προχώρησε να φύγουμε. Τρέμω. Ακούς τι σου λέω; — Δεν μπορώ να προχωρήσω, μου είπ' ο Άλλος. Κάτι τι μου καρφώνει τα πόδια. Τράβηξέ με. — Δεν μπορώ ούτ' εγώ. Τα πόδια μου είναι κολλημένα στο χώμα.... Στεκόμαστε ασάλευτοι. Τα νύχια μου είχανε μπη στα κρέατά του. Ένοιωθα τα νύχια του που σχίζανε το κρέας μου. — Μη μ' αφίνης. — Σε κρατώ. Σφίξε μου το χέρι.

Προσέτι ο παπά- Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπάρμπα-Στεφανήν να περάση από τα σπίτια δύο εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρίσκετο, ολίγον κρέας &σαλάδο&, εξ εκείνου το οποίον μαγειρεύρουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μακρούς πλους.

Τότε ένας από τους κυνηγούς πλησιάζοντας εις εμέ και βλέποντάς με, πρώτον εφοβήθη και έμεινεν εκστατικός να ιδή τοιούτον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν φορτωμένον δηλαδή με το κρέας εις την φωλεάν του αετού, και λαμβάνοντας ύστερα θάρρος, αντί να μ' ερωτήση τις ήμουν, ή πώς ευρέθην εκεί, άρχισε με φωνές υβριστικές και φοβερισμούς να μου λέγη, τι γυρεύεις εδώ; ήλθες να μου κλέψης το κυνήγι.

Εις τον καιρό, που εμείς ήμαστε παιδιά, ποιος επίστευε πως ευρίσκονταν άνθρωποι βουνήσιοι μ' ένα πουγγί κρέας κρεμάμενο από το λαιμό τους, ωσάν τα βουβάλια; ή πώς ήταν άνθρωποι με τα κεφάλια κολλημένα στο στήθος; και τώρα γνωρίζουμε ότι όποιος έβανε αυτό το στοίχημα θα έβγαινε βέβαια κερδεμμένος. Αστραπή και βροντή.

Έβλεπα τον εαυτό μου σαν άλλο πρόσωπο, έβλεπα πως έβαζα κρέας στο πιάτο μου, το έκοβα και προσπαθούσα να φάω. Όλη την ώρα στοχαζόμουνα ένα μόνο: το αμάξι που δεν ερχότανε, Θεέ μου! Το αμάξι δεν ερχότανε και στο σπίτι πέθαινε το παιδί μου και δεν μπορούσα να το προφτάσω.

Κι' όλοι είδαν που το κρέας της έμεινε απείραχτο και αβρό σαν το δαμάσκηνο της δαμασκηνιάς. Τότε απ' όλα τα στήθεια μεγάλη κραυγή ευχαριστίας βγήκε προς το Θεό.