United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος έφυγε, αλλά για άλλη μια φορά ακόμη η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και του φάνηκε πως τα χτυπήματα στην εξώπορτα αντηχούσαν μέσα στα σωθικά του. Κεφάλαιο δέκατο έκτο Ήταν η Νοέμι που του άνοιξε. Ο Έφις την είδε να εμφανίζεται μπροστά του, στο γλαυκό φόντο της αυλής, ψηλή ψηλή, λεπτή, με το πρόσωπο χλωμό: η Λία κοριτσάκι, η Λία αναστημένη.

Χωριστήκαμε χωρίς πολλά λόγια και πήγα στη γυναίκα μου χωρίς να ξέρω τι να της πω· ήθελα μόνο να είμαι κοντά της και να δω ίσως εκείνο που φοβόμουνα περσότερο. Δεν τη βρήκα στην κάμαρα του αρρώστου, μα στη δική μου κάμαρα και το πρόσωπό της είτανε σαν πετρωμένο.

Ο άλλος με το φρέσκο πρόσωπο και την πρόστυχην όψη μπορεί νάταν υπηρέτης· και ο μουτζουρωμένος κείνος κατεργάρης με το ζαρωμένο στόμα και το γωνιαίο κεφάλι θα εξασκούσε το ελεύθερο επάγγελμα του κάλφα σε τσαγκάρικο ή του βοηθού σε κάποιο μαραγκό. Έμεινεν ευχαριστημένος από τις παρατήρησές του, κι' εξακολούθησε να κυττάζει με μεγαλείτερην ακόμη προσοχή.

Πέφτ' η σάρκα του κομμάτια Τα δυο χείλη λαγγαδιά. Το γλυκό χαμόγελό του Λίγο λίγο είχε σβυστή Και περνούντο μέτωπό του Μαύρα γνέφη εδώ κ' εκεί. »Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου Τόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή Ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου Δος μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη

Κι ο Μάγος πάλε ποιος να είναι; Οι μάγοι είναι πολλοί. Μάγος είναι όποιος ξέρει και βλέπει με το γυαλί. Είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο και πιάνει και τον τόπο του.

ΤΡΥΦ. Και την είδες ολόκληρη ή μόνον το πρόσωπο και όσα μέρη από το σώμα της αφήνει να φαίνωνται μία γυναίκα που έχει πατήση τα σαράντα πέντε; ΧΑΡΜ. Και όμως ορκίζεται ότι κατά τον επόμενον Ελαφηβολιώνα θα κλείση τα είκοσι δύο.

Εκείνη έγνεθε επίσης, ήταν μικροκαμωμένη και φορούσε κεντητές παντόφλες, χωρίς κάλτσες. Το μικρό της πρόσωπο ήταν πανιασμένο και τα μάτια της, μάτια αρπαχτικού, χρύσιζαν και γυάλιζαν στη σκιά της μαντίλας που φορούσε στο κεφάλι. «Έφις, καρδούλα μου, πώς είσαι; Και οι κυράδες σου πώς είναι; Πώς και με θυμήθηκες;. Κάτσε, κάτσε, ξεκουράσου

Οι κυράδες του ήταν στην εκκλησία και πήγε να τις βρει, αλλά βρέθηκε χωρίς να το θέλει ανάμεσα στον ντον Πρέντου, τον Μιλέζο και τον Τζατσίντο, μπροστά σε κάποιον που πουλούσε κρασί και ξαφνικά είδε τρία κίτρινα ποτήρια μπροστά στο πρόσωπό του. «Πιες, βλάκα!» «Για μένα είναι νωρίς.» «Ποτέ δεν είναι νωρίς για έναν άντρα γερό. Ή μήπως είσαι άρρωστος

Τελικά κάθισε πλάι στην είσοδο για να ράψει σιωπηλή και όταν ήρθε ο ντον Πρέντου μετακίνησε το κάθισμα και παραμέρισε το πανί της για να του ελευθερώσει το πέρασμα, αλλά σήκωσε μόλις το πρόσωπο για να τον κοιτάξει και απάντησε με ένα ελαφρό νεύμα του κεφαλιού στο χαιρετισμό του.

Εκείνος άκουγε, γαντζωμένος μπρούμυτα στο τοιχάκι και από τη μια μεριά έβλεπε την κουζίνα των κυράδων του και από την άλλη μια ομιχλώδη έκταση, όπως επάνω από το Βουνό Γκονάρε. Η ντόνα Έστερ ανέβαινε από την κοιλάδα με το πρόσωπο σκεπασμένο από μια μαύρη φτερούγα.