United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δίπλα του άκουσε σαν ανασασμό. Είδε τον υπαξιωματικό της φυλακής, ζαρωμένο στον ανεμοδόχο, διπλωμένο στους ανέκφραστους συλλογισμούς του. Από τα παλιά χρόνια δεν είχε πάρει άλλο γαλόνι. Έμεινεν υποκελευστής κι' έριξε κει την άγκουρά του. Από την εποχήν εκείνη το μοναδικό ιδανικό και όνειρο της ζωής του δεν κατόρθωσε να πραγματοποιηθεί και να ζευγαρώσει στα δυο γαλόνια του κελευστή.

Χωρίς να χάση στιγμήν, βγάζει νερό και ποτίζει το αρνάκι. Τρέχει έπειτα και μαζεύει μίαν αγκαλιά τριφύλλια και τρυφερά βλαστάρια. Αλλ' ενώ έβλεπε με χαράν το αρνί να τρώγη, ακούει να της κτυπούν μέσα από την καλύβα. Μία γρηά με ζαρωμένο πρόσωπον εφάνη εις το παράθυρον. — Αι! κοριτσάκι, της φωνάζει, αφού εσυλλογίσθης να ποτίσης το αρνί μου, συλλογίσου κ' εμένα και γέμισέ μου την στάμνα μου.

Μπροστά το μικρό χωριατόπουλο με γυμνά ποδάρια κι άφθονα μαλλιά, κρατώντας μέσα σ' ένα τενεκεδένιο κουτί τα στεφάνια του γάμου, τη μόνη ενθύμηση πόπαιρνε μαζί της από το χωριό της η νύφη, αχνή, αχνή παιδούλα. Ο γαμπρός κ' η νύφη περπατούν μαζί, ο ένας κοντά στον άλλον χωρίς μιλιά. Πίσω έρχεται η μάννα με τα δάκρια στα μάτια που τρέχουν στο ζαρωμένο πρόσωπό της.

Μετά την εξομολόγηση δεν ξαναμίλησε, δεν ξαναπαραπονέθηκε. Έμενε με σκεπασμένο το κεφάλι, αλλά η ντόνα Έστερ κάθε φορά που ανασήκωνε το χράμι έβλεπε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο όλο και πιο μικρό, μελανό, ζαρωμένο σαν ξερό δαμάσκηνο.