Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Και όταν η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, πιστεύοντας πως αποκοιμήθηκε και σήκωσε ελαφρά τη άκρη από το χράμι, τον είδε να έχει ορθάνοιχτα τα μάτια, το πρόσωπο του να είναι κόκκινο και τα χείλη του να τρέμουν. « Έφις, τι έχεις;» Της έκανε νόημα με τα βλέφαρα να πλησιάσει περισσότερο και της ψιθύρισε με αδύνατη φωνή: «Ντόνα Έστερ μου, παρακαλώ, φωνάξτε, εάν θέλετε, τον παπα- Πασκάλε.»
Και ανάμεσα στα κάπως βεβιασμένα γέλια της ντόνα Έστερ και τις διαμαρτυρίες της Νοέμι, που εκείνος την κρατούσε ακίνητη από τους ώμους, ακούστηκε ένα ηχηρό φιλί. «Πόσο είμαι ευχαριστημένος! Τώρα μπορώ να πεθάνω», σκαφτόταν ο Έφις κάτω από το χράμι, είχε όμως την εντύπωση ότι δεν μπορούσε να φύγει, ότι δεν μπορούσε να βγει από εκείνο τον κύκλο των τοίχων που τον περιέβαλε.
Και αυτή ήταν η ευχή του. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα δεν ξαναμίλησε. Του φαινόταν πως είχε γαντζωθεί στην άκρη από το χράμι για να μην πέσει από την άλλη μεριά και πως έβλεπε από πάνω από το τοιχάκι το θέαμα του κόσμου. Και να που έρχονται ο ντον Πρέντου με τους συγγενείς για να πάρουν τη νύφη.
Μετά την εξομολόγηση δεν ξαναμίλησε, δεν ξαναπαραπονέθηκε. Έμενε με σκεπασμένο το κεφάλι, αλλά η ντόνα Έστερ κάθε φορά που ανασήκωνε το χράμι έβλεπε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο όλο και πιο μικρό, μελανό, ζαρωμένο σαν ξερό δαμάσκηνο.
Η Δελχαρώ έτρεξε ν' ανοίξη το ερμάριον, κ' έλαβεν εκείθεν ολίγα παξιμάδια. — Δώσε μου και το καλάθι μου. . .κ' ένα μαχαιράκι, επανέλαβεν εν άκρα βία η Φρακκογιαννού . . . Βάλε μου κ' ένα χράμι μάλλινο μέσα . . . και τη μανδήλα μου . . . τα παληοτσόκαρά μου . . . Δώσε μου και το ραβδί μου . . . ψάξε να το βρης! Η Δελχαρώ, εν άκρα σιγή και υπομονή, επροσπάθει να εκτελέση όλας τας ετοιμασίας ταύτας.
Τον ψηλάφισε ολόκληρο, χτύπησε τα δάχτυλά επάνω στην κοιλιά του που ήταν σκληρή σαν τύμπανο, τον γύρισε, τον ξαναγύρισε και έριξε επάνω του το χράμι σαν σε ζύμη που ανεβαίνει. «Το συκώτι μάς κάνει άσχημα αστεία. Πρέπει να πας στο κρεβάτι, Έφις.»
Ωραίος δεν είναι, ε; Κοίτα το Χριστό, λες και χαμογελάει, ενώ κυλούν τα δάκρια και το αίμα του…. Και πίσω, κοίτα…» Ο Έφις κοίταζε σιωπηλός, ακίνητος, με τα μελανά και στεγνά του χέρια γαντζωμένα στην άκρη από το χράμι που τον σκέπαζε και έμοιαζε να ξεπροβάλει, νεκρός ήδη, από τον άλλο κόσμο για ν’ ατενίσει, για μια τελευταία φορά, την ευτυχία της κυράς του.
Ελέησέ τον τον τρελλόν, οπού τον βασανίζουν τα δαιμόνια, Να τα! Εδώ είναι τώρα, κ' εκεί, κ' εδώ! Η τρικυμία εξακολουθεί. ΛΗΡ Αι θυγατέρες του τον έφεραν και τούτον εις αυτήν την κατάστασιν; — Όλα ταις τα έδωκες; Δεν εκράτησες τίποτε διά τον εαυτόν σου; ΓΕΛΩΤ. Εκράτησεν ένα χράμι. Ει δε, θα ήτον εντροπή, να τον βλέπωμεν.
Έφερεν εις την οικίαν της, εξ όσων της έδιδον δι' αμοιβήν των εκδουλεύσεών της, ένα σάκκον με σίτον, ως μίαν οκάν τυρίου, δύο όρνιθας, ένα μάλλινο χράμι, το οποίον της εχάρισαν, και ολίγας δραχμάς μετρητά. Εκ τούτων επλήρωσε γενναιοφρόνως και τον ναύλον της Πορταΐταινας, διά να υπάγη κι' αυτή εις την εστίαν της.
Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν