United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον έσπρωξε κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια, αλλά του φάνηκε να τον καίνε, να είναι σκεπασμένα με στάχτη, σαν να γύριζε από την κόλαση. Η γριά δεν ξανάνοιξε τα δικά της. Τα χέρια της είχαν κοκαλώσει, τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα και ανοιχτά, κουνούσε ακόμη τα χείλη της που είχαν γίνει βιολετιά και γύρω γύρω μαύρα, αλλά δε μιλούσε πια. Δεν ξαναμίλησε.

Και αυτή ήταν η ευχή του. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα δεν ξαναμίλησε. Του φαινόταν πως είχε γαντζωθεί στην άκρη από το χράμι για να μην πέσει από την άλλη μεριά και πως έβλεπε από πάνω από το τοιχάκι το θέαμα του κόσμου. Και να που έρχονται ο ντον Πρέντου με τους συγγενείς για να πάρουν τη νύφη.

Στερηά και θάλασσα ένα πράμα είνε. Κ' η στερηά χειρότερη απ' τη θάλασσα. Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κ' έφυγε χωρίς να πη καληνύχτα. Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτησε. — Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσης. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα. Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ' αυτό το ταξίδι. — Έτσι πνίγονται οι άνθρωποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός.

Είχε γεράσει ξαφνικά και ήταν άσπρο το πρόσωπό της σαν το μπαλωμένο σεντόνι που το μπάλωνε ακόμη. Κάθισε στον πάγκο απέναντί τους. Φαίνονταν και οι τρεις ήρεμοι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. «Θα φύγει ή όχι;», ρώτησε η Νοέμι. «Θα φύγειΤον κοίταξε έντονα. Τον είδε τόσο μελαγχολικό και αδύνατο που τον λυπήθηκε και δεν ξαναμίλησε.

Αυτό που έχει σημασία είναι ν’ αλλάξεις πορεία, τώρα. Να σταθείς στα πόδια σου επιτέλους. Καταλαβαίνεις;» Ο Τζατσίντο όμως, που μέχρι την τελευταία στιγμή ήλπιζε στη βοήθεια του υπηρέτη, δεν απάντησε, δεν ξαναμίλησε. Κουβαριασμένος σαν άρρωστο ζώο, άκουγε τις ακρίδες να πετούν θροΐζοντας ανάμεσα στα ξερά φύλλα και παρακολουθούσε με ηλίθιο βλέμμα το χτύπημα των φτερών τους που ιρίδιζαν.

Πφ!.. έκαμε τέλος με πολλή περιφρόνηση· τι τούτη τι άλλη ; Από σένα άρχισε το χαντάκωμα των Ευμορφόπουλων το χαντάκωμα... Και δεν ξαναμίλησε. Ο Δημητράκης ως τόσο βάλθηκε τώρα να καλλιεργήση την αυλή του. Σήκωσε πρώτα ψηλόν όχτο γύρω να την αποκλείση από τάλλα χτήματα. Ο Αρχαιολόγος σαν είδε τον όχτο ξίνισε τα μούτρα του.

Το αηδόνι ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της ξαναμίλησε με γλυκύτερη φωνούλα: — Αν είσαι εσύ η αγάπη του, ο καλός σου έφυγε βιαστικός για να σ' ανταμώση. Γύρισε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, πριν προβάλη η αυγούλα. Γιατί, αν αργήσης ακόμα, δε θα προφτάσης τον καλό σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε πάλι.

Μετά την εξομολόγηση δεν ξαναμίλησε, δεν ξαναπαραπονέθηκε. Έμενε με σκεπασμένο το κεφάλι, αλλά η ντόνα Έστερ κάθε φορά που ανασήκωνε το χράμι έβλεπε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο όλο και πιο μικρό, μελανό, ζαρωμένο σαν ξερό δαμάσκηνο.