United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι με θέλεις, πατέρα; εψέλλισεν η Αϊμά. — Είσαι διά ταξείδι, είπεν ο Γύφτος. — Διά ταξείδι; επανέλαβεν ο Μάχτος απορηματικώς. — Θα υπάγης μαζύ με τους φίλους μου εκεί, είπεν αυθαδώς ο Πρωτόγυφτος, δείξας την θύραν. — Διά πού, πατέρα; ηρώτησεν ενεός ο Μάχτος. — Δεν είνε δουλειά σου, εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Σύρε να πλαγιάσης. Γμρου!

Σύρε, ω βεζύρη, και κάμε να έλθη ένας κατόπιν από τον άλλον έμπροσθέν μου. Ο βεζύρης υπήκουσε, και ευθύς έφερε τους αξιωματικούς, τους οποίους εξετάζοντας τους ηύρε που να κλαίωνται, ποίος από το ένα και ποίος από το άλλο· και μην ευρίσκοντας κανένα χωρίς θλίψιν τους απέλυσε.

Τότε ο Καλίφης είπε του Βεζύρη του· έπαρε ευθύς δέκα χιλιάδες καβάλλαν, και σύρε να τους πιάσης και να τους φυλακώσης. Ο βεζύρης υπήκουσε, και εν τω άμα επήρε τους στρατιώτας και εμίσευσεν. Ας ξαναγυρίσωμεν τώρα εις τον Αμπτούλ διά να ιδούμεν την αιτίαν, που δεν τον ηύρεν ο βεζύρης εις το κοιμητήριον, εις το οποίον τον είχον αφήσει.

Θέλοντας ο βασιλεύς Βεδρεδίν να κάμη να ιδή ο βεζύρης του, πως είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι πολλά εις την τύχην τους, λέγει του αγαπημένου του Σεήφ· σύρε να περιπατήσης την χώραν απέρνα από τους τεχνίτες και πραγματευτάδες, και φέρε μου εδώ εκείνον, που να σου φανή πλέον χαρούμενος.

Το εσίμωνε απάνω τους έφευγαν εκείνα· το έπαιρνε, πάλι εφανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω μια ματιά· βλέπω και όλους τους άλλους. Μαύρο φίδι μ' εδάγκωσε. — Μωρέ που άφηκες το τιμόνι; τον ρωτώ. — Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να ξεκουρασθής λιγάκι. — Στον Κάργα τ' άφηκες! φωνάζω ξετρελαμένος. Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, εκυλίσθηκα κάτω ανάσκελα.

Έλεγε πως δεν την αγαπάει, πως δεν την πονεί, μαθές, όπως αγαπάνε και πονούνε οι άλλοι άντροι τις γυναίκες τους. Θεός σχωρές' τον, μα... Η γλώσσα του θηλυκού είχε πάρει δρόμο κ' έκοβε κ' έρραβε. Ο αστυνόμος την αντίσκοψε. — Καλά, παιδί μου! Αυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Φτάνει Σύρε στο καλό... Και γυρίζοντας κατά τον γραμματικό, πούγραφε, του είπε: — Περί αυτοκτονίας, ούτε ιδέα! Τι λες κ' εσύ;

ΤΥΒΑΛΤΗΣ Εκείνο που μου έκαμες, δεν μου το διορθόνεις μ' αυτά τα λόγια. Γύρισε, και σύρε το σπαθί σου. ΡΩΜΑΙΟΣ Να σε πειράξω τίποτε δεν έκαμα ποτέ μου, και σ' αγαπώ πλειότερον απ' ότι συ νομίζεις. Θα έλθη ώρα και καιρός τον λόγον να τον μάθης. Λοιπόν, ω Καπουλέτε μου, ησύχασε, διότι το όνομά σου τ' αγαπώ ωσάν το ιδικόν μου. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Τι ταπεινή υποταγή! Τι εντροπή! Χαράς το!

Την κόρη δεν τη δίνω εγώ!... παρ' όταν πια γεράσει απ' την πατρίδα της μακριά, στο σπιτικό μου, στ' Άργος, 30 τη μέρα με τον αργαλιό, τη νύχτα στο πλεβρό μου... Μα σύρε! μη μ' ανάφτεις πια αν θες γερός να φύγειςΕίπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' αγρίκησε το λόγο.

Τότες της λέει του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας «Έννια σου, τριτογέννητη παιδί μου, δε μιλούσα με την καρδιά μου. Όχι, εγώ να πικραθείς δε θέλω. Σύρε — σ' αφίνωόπου ποθείς, κι όπως ορίζεις κάνε185 Είπε, και στέλνει τη θεά στον κάμπο χέρι χέρι, όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε· κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε τα κορφοβούνια κάτου.

Τονέ ζύγωσε και τον άδραξε απ' το μανίκιΔε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι' απ' αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ' ακούη... Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κύτταξε τον γαμπρό του.