Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


ΕΡΜ. Τι θ' απαντήσσης λοιπόν εις αυτά, Σύρε; ΣΥΡ. Ο αγών τον οποίον αγωνίζομαι ενώπιόν σας, ω άνδρες δικασταί, είνε δι' εμέ απροσδόκητος• διότι τα πάντα ηδυνάμην να περιμένω, αλλ' όχι και ν' ακούσω τον Διάλογον να είπη τοιαύτα περί εμού.

Εγώ διά να κάμω τέλειον το καλόν υπήκουσα και την επήρα εις τες πλάτες μου, και την έφερα εις την χώραν, και βάνοντάς την εις ένα σπήτι που ευθύς ηύρα, επήγα και έκραξα ένα ιατρόν διά να την ιατρεύση· και μετά δύο ημέρας που αγροικήθη κομμάτι καλύτερα, έγραψε μίαν γραφήν και βάνοντάς μου την εις το χέρι, μου είπε· Σύρε τούτην την γραφήν εκεί που συνάζονται οι πραγματευτάδες· ζήτησε έναν που τον λεν Μαϊάρ, και δος του την εις το χέρι και έπαρε εκείνο που θα σου δώση.

Τότε απ' το πόδι τον αρπάει και στα νερά τον ρήχνει 120 να πάει το ρέμα, κι' έπειτα καμαρωμένος είπε «Τα ψάρια σύρε αφτού να βρεις, π' απ' την πληγή σου γύρω θα γλύφουν αίμα αξέγνιαστα.

Σύρε, μητέρα μ', στο καλό και στην καλή την ώρα, κ' εμένα να με καρτεράς το Σάββατο το βράδυ, όταν σημαίνουν εκκλησιαίς και ψαίλνουνε παπάδες, τότες και συ, μανούλα μου, νάχης χαραίς μεγάλαις. Και τι χαραίς μεγάλαις, τω όντι, τι χαραίς δι' όλα τα παιδία!

Σύρε το λοιπόν εις τον θάνατον, του απεκρίθη ο Οφφικιάλλος με θυμόν, επειδή και δεν ακούεις το συμφέρον σου· και ούτω τον άφησε και εμπήκεν εις το παλάτι. Και εκεί που έμβαινεν άκουεν άλλους να λέγουν, πόσον ωραίον είνε τούτο το βασιλόπουλον, και αμαρτία είνε να αποθάνη έτσι αδίκως. Τέλος πάντων ο Καλάφ έφθασεν εκεί που ο Βασιλεύς έστεκε και έδιδε ακρόασιν του λαού.

— Ο Σκεντέρμπεης τότες μπροστά 'ςτά μάτια του αποστολάτορα του Μουχαμέτη κάλεσε να του φέρουν έν' άλογο, χούφτιασε το σπαθί κι αφού τ' ανέμισε και το 'παιξε λίγο, το κατέβασε σαν αστραπή 'στό λαιμό του ζώου και το χώρισε με μιας. Και του είπε του αποστολάτορα: «Σύρε τώρα και ειπέ του Σουλτάνου σου, πως αν είχε μπροστά του το απλό κι' ασήμαντο τούτο σπαθί, δεν είχεν όμως εκεί και το χέρι μου».

Αν θες λοιπόν ν' αρματωθής, πολεμιστής να γένης κι αν σου βαστούν τα πόδια σου να περπατής μ' ασπίδα, σύρε μιαν ώρ' αρχήτερα στην Αίγυπτο. Τα χρόνια τασπρίζουν τα μηλίγγια μας κ' η ασπράδ' αγάλια-αγάλια από τα δυο μηλίγγια μας στα γένεια κατεβαίνει. Ό,τι μπορούμε ας κάνωμε όσο βαστούν τα πόδια. ΓΟΡΓΩ Εδώ είν' η Πραξινόη; ΠΡΑΞΙΝΟΗ Εδώ. Πολύν καιρό είχες νάρθης.

Ο νέος ίστατο εντροπαλός πλησίον της, κυττάζων αυτήν, έμφοβος και μη εννοών. — Σύρε στο καλό, με τη σκαμπαβία, Μαθιέ μου, π'λάκι μου, του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λιαλιώ· κρίμαπου είμαι μεγαλείτερη στα χρόνια από σένα· αν πέθαινε ο μπάρμπα-Μοναχάκης, θα σ' έπαιρνα.

Αφού μέρωσε και δεν κλαίει... — Θα πας να του πης; — Δεν πάγω. — Διατί; — Είμαι εμποδισμένος. — Τότε θέλεις ξαμπόδεμα. — Χρειάζονται μαγικά. — Ο αφέντης σου τα ξέρειΚαι δεν μας το έλεγες; — Σύρε να του πης. — Σου λέγω δεν πηγαίνω. — Θα πας και θα τραγουδήσης. — Δεν ξέρω τραγούδια. — Να μάθης. — Δεν παίρνω. — Σαν δεν παίρνεις, δίνε. — Δεν έχω. — Άμε στο διάβολο. — Δεν ξέρω το δρόμο.

Σύρε να ιδής τον αδερφό σου . . . σε θέλει. Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, επήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε. Μετ' ολίγον η Ασημήνα, έτρεξε κ' εφώναξε την νύμφην της·Γερακίνα, πού είν' ο Στάθης; Μην κοιμάται; . . . Δεν είνε καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα! Ολίγω ύστερον, ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή. — Στάθη! τρέξε γλήγορα! . . . πεθαίνει ο Θανάσης! . . .

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν