United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας πούμε πως είναι και τα δυο, επειδή για να κάμουμε χωριό, και τα δυο μας χρειάζουνται. Ο Κύριος από δω είναι φίλος μου, και τον έφερα μαζί μου να δη την Πόλη. Δεν το ξέρω τόνομά του, μα είναι δικός μας, και μη φοβάσαι. Έχω να πω της Αγιωσύνης Σου μερικά, και καλλίτερη ώρα δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε. Οι άγιοι Συνοδικοί Σου ψάλλουνε Σπερινό.

Με πολύν κόπο, επήρα κ' εγώ αράδα, κ' έσυρα σπρώχνοντας με όλη τη δύναμί μου το Λευθέρη απ' το μπράτσο, κι' απ' της πλάτες, και μπορέσαμε με πολλά βάσανα να πλησιάσουμε τον παπά, και μας φώτισε με την αγιαστούρα του· ύστερα έσκυψα με το στόμα κ' ήπια αγίασμα· ύστερα εγέμισα της δύο φούχτες και της έφερα στο στόμα του ανδρός μου να πιή.

Ούτε του Αίαντος η επταβόειος ασπίς θα δυνηθή να περιστείλη τους ισχυρούς παλμούς της καρδίας μου· ω, ανοίξατε πλευρά μου! ανάπτυξον άπαξ, καρδία μου, δύναμιν μεγαλειτέραν από το περικλείον σε στήθος, και διάρρηξον το εύθραστον περίβλημά σου! — Σπεύσον, Έρως, σπεύσον. — Δεν είμαι πλέον στρατιώτης. Φύγετε, ω τεθραυσμένα λείψανα της πανοπλίας μου· σας έφερα εντίμως. Άφες με ολίγον.

Τι λοιπόν έπραξα μετά τούτο; Έστειλα και έφερα ενώπιον μου τους ενόχους, επέτρεψα εις αυτούς ναπολογηθούν, έφερα αποδείξεις της ενοχής των και απέδειξα σαφώς τα καθέκαστα της επιβουλής των• αφού δε και αυτοί ηναγκάσθησαν να ομολογήσουν, τους ετιμώρησα όχι τόσον διότι εκινδύνευσεν η ζωή μου, αλλά διότι δεν με αφήκαν να μείνω εις τας αγαθάς μου διαθέσεις και τας αποφάσεις τας οποίας εξ αρχής έλαβα.

Δεν μπορείς να κάνης χωρίς αυτήνα. ΦΛΕΡΗΣΤο ξέρεις καλά πως δε μου επιτρέπεται πια να τη συλλογίζωμαι. Από την ημέρα που έφερα την κόρη μου από το μοναστήρι, δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος για τη Λέλα. Αυτή δεν μπορεί πια να ζήση μαζή μου. Μια άλλη ζωή αρχίζει για μένα. Έχω υποχρεώσεις στην κόρη μου. Αυτό το ξέρεις, γιατρέ. Τα είπαμε μια φορά. ΜΙΣΤΡΑΣΑυτό δε θα πη πως δεν την αγαπάς ακόμα.

Πρωί, μόλις είχε ξυπνήσει ο παππούς, η Φωτεινή επέστρεψεν από την πόλιν. — Σήκω, παππού, του εφώναξεν, έφερα τα υποδήματα! Ο παππούς δεν ήξευρε τι πρώτα να θαυμάση, τα ωραία και στερεά υποδήματα ή το πρόσωπον της εγγονής του, το οποίον έλαμπεν όλον από χαράν.

Τότε λοιπόν, καθώς φαίνεται, ίσως είναι πολλή ανάγκη να ακούσωμεν περί αυτής. Εγώ τουλάχιστον αυτό νομίζω. Και διά τούτο έφερα αυτό το ζήτημα εις το μέσον. Πολύ καλά έκαμες. Ώστε, και τον σχετικόν μύθον αν μας τον τελειώσης, αφού είναι κατάλληλος, θα κάμης πολύ ορθά. Πρέπει να κάμω καθώς λέγετε.

Εκείνος εγέλασε κ' εζήτησε να την εναγκαλισθή. — Όχι, άπιστε! ποτέ πλέον, σε ηκολούθησα και είδα εγώ αυτή την αντίζηλόν μου . . . Και τα έλεγε πολύ σοβαρά, ως ηθοποιόςΚαι δεν γίνεται να γνωρίσω κ' εγώ αυτήν την αντίζηλον; ηρώτησεν εκείνος — ω! ναι· είπε τραγικώς εκείνη· την έφερα, την έχω εδώ και . . . περίμενε!

Και ο άνθρωπος εκείνος φέρει μαζή του μίαν πενταετή ή εξαετή κόρην, ήτις πρέπει να είνε μικρά... Ο αρχηγός κατέστη σύννους. — Πού είνε ο κατάσκοπός σου, είπε προς τον ιππότην, όστις ανεκάλυψε ταύτα; Επεθύμουν να τον εξετάσω εγώ ο ίδιος. — Το είχα προβλέψει, αρχηγέ, απήντησεν ο ιππότης, και διά τούτο τον έφερα μαζή μου. Διαταγήν μόνον της γενναιότητός σας περιμένει διά να παρουσιασθή.

Έπειτα προσθέτει: Βασιληά, όταν εσκότωσα το δράκοντα και κατάκτησα την κόρη του Βασιληά της Ιρλανδίας, σε μένα την έδωκαν. Ήμουν κύριος να την κρατήσω, μα δεν το θέλησα. Την έφερα στον τόπο σας και σας τήνε παράδωσα. Μολαταύτα μόλις την πήρατε γυναίκα σας, οι προδότες σας έκαμαν να πιστέψετε τα ψέμματά τους. Απάνω στο θυμό σας, ωραίε θείε και κύριέ μου, θελήσατε να μας κάψετε χωρίς δίκη.