United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε εγώ του εδιηγήθηκα και αυτουνού τα όσα επέρασα, και έφερα τον λόγον μου απάνω εις τον βασιλέα των τελωνίων Μουσούλμα, διά τα όσα μου επαράγγειλε να ειπώ του Ομάρ και του γαμπρού του Μωάμεθ.

Τα χαρμόσυνα τότε δάκρυα της, ήσαν το μέτρον όσης λύπης υπέφερε κατά την απουσίαν μου. ― Δεν σου έφερα τα κειμήλια σου, μάνα μου ! Ιδού τι σου έφερα. Και ώθησα την Δέσποιναν προς την αγκάλην της. Το εγνώριζα ότι την ωδήγουν εις μητρός αγκάλην, την δυστυχή ορφανήν!

Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη! . . . « . . . Την νύκτα εκείνην είχον αναβή και πάλιν εις το βουνόν διά να συναντήσω την εξαδέλφην Μαχούλαν. Την αλήθειαν να είπω, δεν ήξευρα μετά βεβαιότητος ότι έμελλον να την συναντήσω, αλλ' ηλαυνόμην από το πάθος, έφερα τα βήματά μου εις προσκύνησιν, και ησθανόμην την ανάγκην ν' αναζωπυρήσω αρχαίας αναμνήσεις.

ΕΡΜ. Έλα να λογαριάσωμεν, αν θέλης, ω πορθμεύ, πόσα μου χρεωστείς έως τώρα, διά να μη έχωμεν πάλιν φιλονεικίας δι' αυτά. ΧΑΡ. Ας λογαριασθούμεν, ω Ερμή. Αυτό είνε το καλλίτερον και διά την ησυχίαν μας. ΕΡΜ. Μου παρήγγειλες και σου έφερα μίαν άγκυραν πέντε δραχμών. ΧΑΡ. Πολλά λες. ΕΡΜ. Μα τον Πλούτωνα, πέντε δραχμάς την ηγόρασα, και ένα σπάγγον διά τους σκαρμούς δύο οβολών.

Εγώ στοχαζόμενος πως ήτον αδύνατον να την πάρω χωρίς να εξυπνήση, απεφάσισα και της έκοψα το κεφάλι με το σπαθί μου, και έφερα την σακκούλαν εις την αδελφήν της, της οποίας της εδιηγήθηκα το ό,τι έκαμα, και έμεινε εκστατική εις την αποκοτίαν μου, χωρίς να κλαύση τον θάνατον της αδελφής της.

Κι' αν κάψουν την Ιζόλδη, ορκίζομαι στο Χριστό, τον υγιό της Μαρίας, ποτέ να μην κοιμηθώ κάτω από στέγη αν δεν την εκδικηθούμε πρώτα». — Ωραίε μου δάσκαλε, δεν έχω το σπαθί μου. — Να το, σου το έφερα. — Καλά, δάσκαλε. Δε φοβάμαι τίποτα πεια εκτός από το Θεό! — Γιε, έχω ακόμη κάτω από το κοντοκάπι μου ένα πράγμα που θα σ' ευχαριστήση: αυτόν το στερεό και ελαφρό θώρακα που ίσως σου χρειαστή.

Και σαν είναι καλή δουλειά η π ό σ τ α, γιατί δεν την κρατείς του λόγου σου, που την είχες ως στα τώρα: Θαρρείς του έδωκε κανείς μια μαχαιριά, και άλλαξεν η θωριά του και άρχισε να μασά τα λόγια του. — Εγώ, κυρά, δυο χρόνια πήγα κ' έφερα την πόστ' από το σιδερόδρομο, έκαμ' αρκετούς παράδες. Τώρα πια ας κάμουν και οι φίλοι. — Άκουσε να σε πω, του είπα τότε, Λαμπή!

Μα δεν έλαβε την ευχαρίστησιν διά να χαρή τελείως την νίκην του, επειδή και ημείς μανθάνοντες τα πάντα εβγήκαμεν έμπροσθέν του με το στράτευμα που είχα, και αρχίσαμεν να τον κτυπώμεν, τόσον που ευρισκόμενος εις στενοχωρίαν επαραδόθη εις τας χείρας μου, και τον έφερα εις το Αστραχάν.

Όταν ήλθαμεν από τον Βόσπορον, σου έφερα κρομμύδια της Κύπρου και παστόψαρα, πέντε σαπέρδες και τέσσερης πέρκες. Δε θυμάσαι; Σου έφερα ακόμη οκτώ παξιμάδια ναυτικά κι' ένα καλάθι και σύκα από την Καρύαν και αργότερα σανδάλια επίχρυσα από τα Πάταρα, αχάριστη, θυμούμαι ότι σου έφερα μια φορά κι' ένα μεγάλο τυρί από το Γύθειο. ΜΥΡΤ. Πέντε δραχμές ίσως αξίζουν όλα αυτά.

Ποιος είπε μια στιγμή: πού πάμε; Είδα στα μάτια σου ένα δάκρυ. Και σ' έφερα στο νου, θυμάμαι, ορθή στο λόφο ως είχες μείνει· δεν πέρασα κοντά σου μόνος, και η όψη σου χλομοί ήταν κρίνοι. Δόξα στον πόνο, χαίρε ο πόνος που στη χαρά θα φέρη, ως φέρει βροχή θερμή δροσάτο αέρι.