United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και προ καιρού στην εορτή της Αφροδίτης, δεν έρριξα εις τα πόδια της θεάς μία δραχμή ασημένια για σένα; Έπειτα πάλιν επλήρωσα δυό δραχμές για υποδήματα της μητέρας σου και πολλές φορές έχω βάλη στο χέρι αυτής της Λυδής πότε δύο και πότε τέσσερους οβολούς. Όλα αυτά αν τα μαζέψης κάνουν περιουσίαν για ένα ναύτην. ΜΥΡΤ. Τα κρομμύδια και τα παστόψαρα, Δωρίων;

Τα λύτρα δε ήσαν τυριά πολλά και ψάρια ξηρά, κρομμύδια και τέσσαρες έλαφοι, αι οποίαι είχον εκάστη τρεις πόδας, τους δύο οπισθίους και τους δύο εμπροσθινούς εις ένα κολλημένους. Παρεδόσαμεν αντί των λύτρων τους αιχμαλώτους και αφού εμείναμεν μίαν ημέραν απεπλεύσαμεν. Ήδη δε εφαίνοντο ιχθύες και πτηνά διάφορα και αλλά διάφορα σημεία εκ των οποίων εσυμπεραίναμεν ότι ήτο πλησίον ξηρά.

Μάλωσε τα παιδιά σου να μη μου χαλνούν τον κήπον. — Έχεις κήπον; — Έχω ένα μικρόν. — Και τι έχεις σπαρμένα; κρομμύδια, μαρούλια; . . . — Όχι. Βασιλικούς και άλλα διάφορα μυριστικά. — Ουφ! είπεν η χωρική, αισθανθείσα αηδίαν επί τη ματαιοπονία της νέας. Και τι σου χρησιμεύουν αυτά; — Μ' αρέσουν, είπεν η Αϊμά. — Και σου τα χαλνούν τα παιδιά μου; — Ναι, — Με ποίον τρόπον;

ΜΥΡΤ. Τι ευτυχισμένη θα είνε 'κείνη που θ' αποκτήση αγαπητικό σαν και σένα, Δωρίων. Θα της φέρνης κρομμύδια της Κύπρου και τυρί του Γυθίου, όταν θα επιστρέφης από τα ταξείδια σου. Κοχλίς και Παρθενίς. ΚΟΧΛΙΣ. Γιατί κλαις, Παρθενί, και από πού έρχεσαι με τους αυλούς σπασμένους;

Από την μύτην των εξάγουν, όταν απομύττωνται, μέλι πολύ δριμύ• όταν δε εργάζωνται ή γυμνάζωνται, ιδρόνουν καθ' όλον το σώμα των γάλα, ούτως ώστε και τυρούς κατασκευάζουν εξ αυτού, αναμιγνύοντες εις το γάλα ολίγον μέλι. Έλαιον δε εξάγουν από τα κρομμύδια, πολύ παχύ και ευωδιάζον ως μύρον.

Παρά δε τα πρόθυρα αυτών εκάθηντο μοναχοί και ασκηταί, ξέοντες τα έλκη των ή αρχαία χειρόγραφα προς εγγραφήν Συναξαρίων, πλέκοντες καλάθια, προγευματίζοντες κρομμύδια και ευχαριστούντες ίσως κακείνοι τον θεόν ότι εγεννήθησαν Έλληνες και όχι βάρβαροι. Μόνον το αρχαϊκόν κάλλος των γυναικών εθαύμαζον οι δύο ξένοι.

'Μετρούσε εις την μάχη της τριάντα καλοκαίρια, κι' ακόμη δεν εξέμαθε τα πρώτα της παιχνίδια· ωσάν το χιόνι άσπριζαν τα παχουλά της χέρια. αν και συχνάμε το pardonεμύριζαν κρομμύδια, Κι' ήτον ο έρως μου απλούς, αθώος, παιδικός· ένα και μόνο φίλημα 'στο εύοσμο της χέρι, και τίποτ' άλλο . . . ήμουνα πολύ Πλατωνικός. . . και μήπως ηδονής σπασμούς κι' ένα φιλί δεν φέρη;

Όταν ήλθαμεν από τον Βόσπορον, σου έφερα κρομμύδια της Κύπρου και παστόψαρα, πέντε σαπέρδες και τέσσερης πέρκες. Δε θυμάσαι; Σου έφερα ακόμη οκτώ παξιμάδια ναυτικά κι' ένα καλάθι και σύκα από την Καρύαν και αργότερα σανδάλια επίχρυσα από τα Πάταρα, αχάριστη, θυμούμαι ότι σου έφερα μια φορά κι' ένα μεγάλο τυρί από το Γύθειο. ΜΥΡΤ. Πέντε δραχμές ίσως αξίζουν όλα αυτά.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τι έχεις κατά νουν, Αντώνιε, και λυπείς αυτούς τοιουτοτρόπως; Δεν βλέπεις ότι κλαίουν, εγώ δε το ζώον έχω τα μάτια δακρυσμένα ως να τα έτριψα με κρομμύδια. Προς θεού, μη μας μεταμορφώσης εις γυναίκας. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω! Επικατάρατος να είμαι αν είχα τοιαύτην πρόθεσιν! Είθε να εκλάμψη ευτυχία από των σταγόνων των δακρύων τούτων!