United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα εζήτησε φιάλην όταν δε του εδόθη, την εισήγαγεν εις το νερόν και μετά του νερού και του πηλού ανέσυρε το αυγόν, εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή του αυγού κλεισμένη με κηρόν λευκόν και ψιμύθιον λαβών δε αυτό εις τας χείρας του είπεν ότι εκράτει τον Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον προ πάντων διά την ανακάλυψιν του αυγού εις το νερόν.

Σαν κοριτσάκι πλειο η θειά-Ζωίτσα! έλεγαν. Όταν ανήρχετο τον μέγαν και ατελείωτον ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους κατά την πανήγυριν, την εθαύμαζον όλαι. Αλλά και την εζήλευαν.

Ομοίως και εκείνοι εθαύμαζον πώς εφυλάχθην υγιής, ευθύς μου έδωσαν και έφαγα και έπια αρκετά· μου εχάρισεν ο καραβοκύρης και τα αναγκαία φορέματα, και εγώ διά ανταμοιβήν του εχάρισα μερικά πολύτιμα μαργαριτάρια και μίαν σπυρίδα γεμάτην μοσχοκάρυδα, τα οποία τα εδέχθη με μεγάλην χαράν και με ευχαρίστησε κατά πολλά, δείχνοντάς τον εαυτόν μου υπόχρεον παντοτεινά.

Αλλά και η κιθάρα του ήτο κάτι τι έκτακτον εις κάλλος και πολυτέλειαν, διότι ήτο όλη από χρυσόν καθαρόν, ήτο δε καταστόλιστος με ποικίλματα και διαφόρους πολυτίμους λίθους και εις το μέσον είχε σκαλισμένον μεταξύ των Μουσών τον Απόλλωνα και τον Ορφέα• και εθαύμαζον μεγάλως όσοι την έβλεπον.

Η Ιωάννα συγκατέβαινε μειδιώσα εις του εραστού τας αιτήσεις, οι δε ποιμένες και γεωργοί εθαύμαζον το κάλλος και την ευσέβειαν των δύο κουκουλοφόρων νεανίσκων, σπεύδοντες οσάκις απήντων αυτούς να αφαιρέσωσι τους τριγώνους πίλους και αμιλλώμενοι τίς πρώτος να ασπασθή τας χείρας των ή να προσφέρη αυτοίς άρτον, μυζήθραν, ζύθον και οπώρας.

Αλλ' οι Κερκυραίοι, ως εκ του μη καταλλήλου της θέσεώς των, δεν τας έβλεπον και εθαύμαζον διά την υποχώρησιν των Κορινθίων, μέχρις ου τινες ιδόντες είπον ότι ήσαν πλοία προχωρούντα. Τότε και αυτοί ανεχώρουν, διότι ήρχιζεν ήδη να γίνεται σκότος και οι Κορίνθιοι διά της αναχωρήσεως των έδωκαν τέλος εις την μάχην. Ούτω τα δύο μέρη απεχωρίσθησαν και η ναυμαχία ετελείωσε κατά την νύκτα.

Αι ομήλικοι εθαύμαζον την «αρχοντιά και την καλοπιχεράδα της» και όταν επήγαινε προς συλλογήν χόρτων, συνωδεύετο υπό αυλής όλης θαυμαστριών, και επλανώντο επί ώρας εις τους αγρούς, άδουσαι και γελώσαι, διαμοίβουσαι αυτοσχέδια δίστιχα, ψεγαδιάζουσαι τους νέους, ή τας αντιζήλους των, ερωτώσαι τα λευκάνθεμα αν θα πήγαιναν εις την κόλαση ή στον παράδεισον: «Πάω στην πίσα, πάω στην παράδεισο», και ζητούσαι αισθηματικούς οιωνούς εις την πτήσιν των μικρών εντόμων, τα οποία απέλυον εις τον αέρα.

Αυξάνοντας δε ο Κουλούφ ο πατέρας του τον έβαλε διά να μάθη γράμματα και τόσον επρόκοψε που πριν φθάση εις τους δεκαοκτώ χρόνους έγινε τέλειος εις όλες τες επιστήμες και εις τες γλώσσες και περιπλέον έγινεν εμπειρότατος εις όλες τες ασκήσεις τες σωματικές, ήγουν να παλεύη, να τραβά το δοξάρι, να παίζη το σπαθί, και άλλα παρόμοια, τόσον που όλοι τον εθαύμαζον, και μάλιστα ο πατέρας του τον αγαπούσε τόσον που δεν ημπορούσε να ζήση μίαν ώραν μακράν απ' αυτόν.

Και εις εκείνους οίτινες απορούν δι' όσα τώρα πράττεις εις την Έφεσον λέγω, ότι αληθώς δεν θα εθαύμαζον, εάν εγνώριζον τον παλαιόν σου βίον• καίτοι εδώ έμαθες και κάτι νέον• νακολασταίνης και με γυναίκας.

Το βέβαιον είνε ότι εντός ολίγου εθεραπεύθη και ανέκτησε το λογικόν και την διαύγειαν του πνεύματος• οι δε συμπολίται εθαύμαζον και η μητρυιά μου επεδαψίλευεν επαίνους και ήτο φανερά η μεγάλη της χαρά και διά την ιδικήν μου επιτυχίαν και διά την θεραπείαν του πατρός μου.