United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι άλλοι εθαύμαζον βλέποντες ότι τόσον ταχέως μετεβλήθην. Έπειτα δε όταν απεφάσισα ν' αναχωρήσω, μου έστειλε δώρα πολλάήμουν δε τότε μόνος με τον Ξενοφώντα διότι είχα προαποστείλει εις Άμαστριν τον πατέρα και τους άλλους οικείους μουκαι μου υπέσχετο να μου δώση αυτός πλοίον και ναύτας• και εγώ θεωρήσας την πρότασιν ως ειλικρινή φιλοφροσύνην την απεδέχθην.

Οι όροι είχον αναστραφή και οι μεν απλοί άνθρωποι εδείπνουν με πολλήν σεμνότητα, χωρίς να λέγουν ή να πράττουν απρεπή, αλλά περιωρίζοντο να γελούν και να εκπλήσσωνται δι' εκείνους τους οποίους εθαύμαζον απατώμενοι υπό του εξωτερικού των και νομίζοντες ότι είνε σπουδαίοι άνθρωποι, οι δε σοφοί παρεξετρέποντο και αλληλοϋβρίζοντο, έτρωγαν και έπιναν κατά κόρον, εφώναζαν και διεπληκτίζοντο• ο δε θαυμάσιος Αλκιδάμας και εκατουρούσε εις το μέσον, χωρίς να εντρέπεται τας γυναίκας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. &Συνέχεια και τέλος του προοιμίου.& Ήκουσες λοιπόν, ω Σώκρατες, εν συντομία όσα διηγήθη ο Ε. | παλαιός Κριτίας, ακούσας αυτά από τον Σόλωνα. Και διά ταύτα, ότε συ χθες διελέγεσο περί της πολιτείας και περί των πολιτών, τους οποίους περιέγραφες, εθαύμαζον ενθυμούμενος αυτά, τα οποία λέγω τώρα.

Βλέποντας ο βεζύρης τον βασιλέα, που δεν τον προστάζει κατά νόμον να θανατώση την Χαλιμάν, ευρίσκετο εις μίαν υπερβολικήν χαράν, ομοίως και η φαμελιά του, όλοι του παλατιού, και όλος ο λαός κοινώς έχαιρον και εθαύμαζον την μεταβολήν μη ηξεύροντες την αιτίαν. &Ιστορία του δευτέρου γέροντος και των δύο μαύρων σκύλλων&

Και άλλοι μεν εθαύμαζον το πράγμα, άλλοι δε εγέλων και μερικοί υπώπτευον μήπως εκ της υπερβολικής μιμήσεως έπαθε πραγματικώς εκείνο το οποίον υπεκρίνετο. Αλλά λέγεται ότι και ο ίδιος, όταν συνήλθε, τόσον μετενόησε δι' όσα έπραξεν, ώστε εκ της λύπης του ησθένησε διότι ενομίσθη ότι αληθώς είχε παραφρονήση.

Μεταξύ άλλων πολλών λίαν αξιολόγων είναι και ο Αίνος, άσμα εν χρήσει εις την Φοινίκην, εις την Κύπρον και αλλαχού, όπερ μεταβάλλει όνομα κατά τα διάφορα έθνη· συμπίπτει δε να ήναι όμοιον με εκείνο το οποίον άδουσιν οι Έλληνες ονομάζοντες αυτό Λίνον· ώστε μεταξύ των άλλων πολλών εθαύμαζον προσέτι και διά τον Λίνον, πόθεν τον έλαβον.

Οι δε Σκύθαι δεν ηδύναντο να εννοήσωσι το πράγμα, διότι ούτε την ενδυμασίαν, ούτε το έθνος, ούτε την γλώσσαν των εγνώριζον, αλλ' εθαύμαζον πόθεν ήλθον και τας ενόμιζον ότι ήσαν άνδρες έχοντες όλοι την αυτήν ηλικίαν· τέλος τας επολέμησαν. Μετά την μάχην όμως οι Σκύθαι έλαβόν τινα πτώματα και ανεγνώρισαν ότι ήσαν γυναίκες.

Καλά έκαμες και μου το έφερες, είπεν. Εσκέπασα με το άλλο τον νεκρόν. Και βαδίζοντες ο είς παρά τον άλλον επέστρεψαν εις την οικίαν των πεζοί ο ιερεύς και η σύζυγος του. Ο λόγος ήτο περί σκύλων. Το δείπνον είχε τελειώσει. Αι κυρίαι εις τον εξώστην εθαύμαζον τα φλόγινα νέφη της δύσεως, ημείς δε περί την τράπεζαν επίνομεν τον καφέν καπνίζοντες.

Πού πλέον εκείνο το περίβλεπτον καρυοφύλλι, το οποίον εχθροί και φίλοι εζήλευον, το οποίον ομόθρησκοι και αλλόθρησκοι εθαύμαζον κ' επήνουν, όπως επήνουν και αυτού την ανδρείαν. Το καρυοφύλλι διά το οποίον το Αρχοντόπουλο, προσέφερεν εις αυτόν χιλιάδες ντούπιες κατά την πολιορκίαν των Αθηνών.

Εγώ όμως τα είπα εκεί παρά την πυράν και προηγουμένως ακόμη ενώπιον πολυαρίθμων ακροατών, εκ των οποίων πολλοί επειράζοντο, διότι εθαύμαζον την παραφροσύνην του γέροντος. Ήσαν δε καί τινες οι οποίοι εγέλων επίσης, αλλά παρ' ολίγον να κατασπαραχτώ υπό των Κυνικών φιλοσόφων, όπως ο Ακταίων υπό των σκύλλων ή ο ανεψιός αυτού ο Πενθεύς υπό των μαινάδων. Άκουσε τώρα πώς εξετελέσθη το όλον δράμα.