United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηπόρουν αι γειτόνισσαι! Μήπως εις το άγριον δάσος δεν συναντάς εις την υγρασίαν και την σκοτίαν του κάτι υψηλούς και ακόμψους θάμνους ως ξεγκλισμένους, αισχύνην των υπερηφάνων δένδρων, να φέρωσιν εύμορφα άνθη, τα οποία θα εζήλευον αι μονάκριβοι των θερμοκηπίων γάστραι;

Αι γυναίκες εδείκνυον εις τα τέκνα των τον Ζάχον ως πρότυπον ανδρείας και οικογενειακής τιμής· τα παλληκάρια τον εζήλευον αι λυγεραί ησθάνοντο την καρδίαν των κάπως σπαρταρίζουσαν δι' αυτόν οι Σουλιώται τον εφθόνουν. Η Μαλάμω εν μέσω αυτών, ασθμαίνουσα εκ της ανυπομονησίας, μόλις συνεκράτει την χαράν της.

Η γόνιμος, η χλοερά, η καλλίβοτρυς άμπελος, την οποίαν εζήλευον όλοι οι διαβάται, ήδη ακλάδευτος, άσκαφος, χορταριασμένη, ήπλωνε τα κλήματά της, έρποντα επί της χέρσου, ως πλατυφύλλους κισσούς, με σταφυλάς πολλάς μεν πλην ανόστους και υδαρείς, έρμαιον των πτηνών και των μυών, υπό τας πυκνάς των αγριολαχάνων λόχμας, υφ' ας ως όφεις ετανύοντο αι μακραί και λεπταί κληματίδες.

Πού πλέον εκείνο το περίβλεπτον καρυοφύλλι, το οποίον εχθροί και φίλοι εζήλευον, το οποίον ομόθρησκοι και αλλόθρησκοι εθαύμαζον κ' επήνουν, όπως επήνουν και αυτού την ανδρείαν. Το καρυοφύλλι διά το οποίον το Αρχοντόπουλο, προσέφερεν εις αυτόν χιλιάδες ντούπιες κατά την πολιορκίαν των Αθηνών.

Και ήκουεν ο γέρων και διηγούντο αι θυγατέρες κ' ενίοτε ετραγώδουν από τα σπάνια εκείνα και τρυφερά δίστιχα, τα οποία όλαι αι νεάνιδες του χωρίου εζήλευον εις τους γάμους. Και δεν υπήρξε πενθερά ήτις δεν κατέφυγε προς τας τέσσαρας της Γερακούλας θυγατέρας να της είπουν δίστιχα, διά να τραγουδήση την νύμφην της η μία, τον γαμβρόν της η άλλη.

Διά την θειά-Ζωίτσα όμως ο φθόνος είχε τούτο το ίδιον, ότι εξεφράζετο επιμονώτερον και αποτομώτερον, και δι' αυτά τα ανάξια λόγου αντικείμενα. Διά τούτο πολλάκις έλεγεν η κακομοίρα με βαθύ παράπονον. — Το αίμα μας τώχει! Τώρα τον μάϊον, την έβλεπον να κουβαλή εις την πτωχικήν της οικίαν τα ωραία εκείνα λευκά και μεγάλα σκόροδα, εις μακρούς ορμαθούς, τα οποία μόνη της εκαλλιέργει, την εζήλευον.

Του τοιούτου ήδη παρακμάζοντος ιδανικού υμνητής και ζώσα προσωποποίησις ήτον ο Βύρων. Ούτω και ο βίος του κλέφτου υπήρξεν επί τρεις αιώνας και ήτο χθες ακόμη το ιδανικόν της τουρκοκρατουμένης φυλής. Οι στενάζοντες υπό την μάστιγα του δεσπότου εθαύμαζον, εζήλευον και ηύχοντο να ομοιάσωσι τους ζώντας ελευθέρους, έστω και επί της κορυφής των βουνών.

Την έβλεπον να φέρη με τα κοφίνια εκείνα τα σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά και μεγάλα, ευωδιάζοντα άνοιξιν, και τες εύμορφες στρογγυλές και βυσσινοβαμμένες αγγινάρες, την εζήλευον. Την έβλεπον να φορτώνεται αβασταγιές το πρωί με την δρόσον τα τρυφερά μάραθα και τα δροσόπλαστα κρεμμυδάκια και το ευώδες ηδύοσμον, που ευωδίαζεν ο δρόμος όταν περνούσε με το πεταχτόν εκείνο βάδισμά της, την εζήλευον.