Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Και άφινον οπίσω της ένα πάντοτε εμπαιγμόν: — Τώρα και αυτή η περιβολάρισσα! Όμως εκείναι αι κακολογούσαι έτρωγον την μεσημβρίαν ξηρό ψωμί, η δε περιβολάρισσα θειά-Ζωίτσα είχε μαγείρευμα ευώδες να φάγη αυτή μετά των δύο θυγατέρων της και να μοιράση εις τους συγγενείς και γνωρίμους της.
Κ' εκέρασε πρώτα-πρώτα αυτός τους ναύτας από ένα τσίπουρο της πατρίδος του, της αμπέλου του ευώδες ποτόν, για να τους βάλη, ως έλεγε, λίγο-λίγο 'ς το δουζένι . Και ούτω πράγματι ήρχισαν να ψάλλωσιν οι ναύται κάτω το άσμα των Χριστουγέννων μετά πόνου βιαζόμενοι να λησμονούν την πατρίδα και τας οικίας των, συνηθισμένοι εις τας αποδημίας.
Όταν δε πάλιν δεν είχον εργασίαν γεωργικήν, τότε ηρέσκοντο να πλέκωσι, να ράπτωσι και να νήθωσιν υπό την κατάμαυρον σκιάν της συκής, ή να κάμνωσιν ένα περίπατον μέχρι της παραλίας της Κεχρεάς προς άλλην άγνωστον ακτήν, διάφορον της συνήθους της κώμης παραλίας, και καθήμεναι παρά το ευώδες κύμα να ρίπτωσι στρογγυλούς χάλικας εις τον διαυγή πυθμένα και τα πράσινα νερά, ή να τρέχωσιν επί των στιλπνών οστράκων, τρικλίζουσαι μετά χάριτος, ως νύμφαι θαλασσιναί, άρτι αναδύσαι εκ του αλμυρού πόντου, αναζητούσαι επί της ευωδιαζούσης εκ της καθαρότητος παραλίας τα παμποίκιλλα εκείνα κελύφη των οστράκων, άτινα μετά τόσης λεπτότητος κατεργάζεται λεία και στιλπνά ο καλλιτέχνης πόντος, προστρίβων ταύτα έως ου αποκτήσωσι το χρυσίζον εκείνο, ή υπέρυθρον, ή πάλλευκον χρώμα.
Έλεγεν ο Κομποδήμος βλέπων το ευώδες ρώμι, το οποίον εμοσχοβόλησε θερμότητα και ζωήν, μέσα εις την παγωμένην εκείνην σχισμάδα της γης και εις την ρίνα του ποιμένος παγωμένην ομοίως. Μετά μικρόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς του, συνελθών τελείως και κινηθέντων των μελών αυτού. — Ακόμα λιγάκι και πάαινα! Είπε μετά στεναγμού βαθέος ο γέρων.
Την έβλεπον να φέρη με τα κοφίνια εκείνα τα σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά και μεγάλα, ευωδιάζοντα άνοιξιν, και τες εύμορφες στρογγυλές και βυσσινοβαμμένες αγγινάρες, την εζήλευον. Την έβλεπον να φορτώνεται αβασταγιές το πρωί με την δρόσον τα τρυφερά μάραθα και τα δροσόπλαστα κρεμμυδάκια και το ευώδες ηδύοσμον, που ευωδίαζεν ο δρόμος όταν περνούσε με το πεταχτόν εκείνο βάδισμά της, την εζήλευον.
Αλλά το να μη λειτουργή η όσφρησις άνευ της αναπνοής, τούτο είναι ίδιον των ανθρώπων. Φανερόν δε γίνεται τούτο διά πειράματος. Άλλως τα άναιμα ζώα, επειδή δεν αναπνέουσιν, ίσως θα είχον άλλην τινά αίσθησιν εκτός των ειρημένων. Αλλά τούτο είναι αδύνατον, διότι αισθάνονται την οσμήν. Η δε αίσθησις του οσφραντού, είτε ευώδες είναι τούτο είτε δυσώδες, είναι η όσφρησις.
Κι αφού, αγύμναστος ακόμα τότε σε κάποιο με κριτική προσοχή εξέτασμα των έργων, παιδί του σκολειού υπνωτισμένο από τη στίχο, χάρηκα τα πολυσέλιδα δεκάστιχα του «Κόδρου», δοκίμασα και τη συγκίνηση την άλλη: του σκεπτικισμού· της αμφιβολίας δηλονότι και της υποψίας μήπως ο «Κόδρος» αυτός δεν άξιζε όσο ήθελαν να μας τον παραστήσουν οι βραβευτές του και μήπως για την περίστασην αυτή θα έπρεπε να χρησιμοποιηθή ο γνωμικός στίχος του διδασκάλου ίσα ίσα τον Βιζυηνού, του Τανταλίδη: «Δεν είναι αδάμας ό,τι στίλβει και εκθαμβοί το όμμα — Ούτ' ευώδες είναι ρόδον ό,τι ρόδου έχει χρώμα». Στου άλλου είδους τη συγκίνηση μου έδωκε αφορμήν η «Εφημερίς των Συζητήσεων» το αθηναϊκό φύλλο που έβγαινε τότε καθ' εβδομάδα, όργανο των πολιτικών ιδεών των δύο Δεληγεώργηδων, του Επαμεινώνδα και του Λεωνίδα.
Πλην πόσα στάδια ακόμη, στάδια φόβου κι' ελπίδος, παλμών και αγρυπνιών, και της σταφίδος επιφοβωτέρων, έχει να διέλθη ο μικκύλος εκείνος καρπός, έως ου αναπτυχθή τελείως, έως ου γείνη καταπράσινος διά στούμπισμα — τ' Αηλιά στούμπα εληά — έως ου γείνη ευώδης χαμάδα, έως ου μαυρίση ως της ωραίας Ματώς η γλυκεία ελήτσα, έως ου γείνη έλαιον — ω χαρά! έως ου σωθή από τους δεκατιστάς και ριφθή ευώδες και διαυγές εις της Σαραφθίας τον περιπόθητον καμψάκην!
Ο καπετάν Γιάννης παρασταθείς και αυτός περί το τέλος της ιεράς εκείνης σκηνής, της οποίας είχεν οσφρανθή το ευώδες θυμίαμα διασκορπισθέν από της πρώρας εις όλον το πλοίον, δεν ηδυνήθη να κρύψη ένα δάκρυ και αυτός, μ' όλας τας φαιδράς και θυμήρεις έξεις των τρόπων του, και είπε λαμβάνων και αυτός από τα κόλλυβα: — Οι πεθαμένοι πολλαίς φοραίς έχουν ανάγκην των ζωντανών. Είναι αλήθεια!
— Τώρα δεν θα σε λέμε πλεια: η θεια Μυγδαλίτσα το Καράβι, είπεν ο μικρός ποιμήν, ως εξ εμπνεύσεως μετατρέπων επί το αστείον την συγκινητικήν τελευταίαν αυτήν σκηνήν. Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κ' ευώδες Πάσχα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν