United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μετ' ολίγον προσέθηκε: — Να είνε μπαμπάκια! Αλλά δεν ήτο καιρός· της μπαμπακιές της εσκάλιζον ακόμη. Εκοντοστάθη ολίγον ο τελωνοφύλαξ εις την άκραν του βράχου, ως εάν προσεπάθει να ίδη από εκεί το περιεχόμενον των σάκκων, ή να διακρίνη εκ του υποκώφου κρότου, ον απετέλουν εκσφενδονιζόμενα επί των οστράκων τα πλήρη εκείνα σακκία.

Η ηλικιωμένη γυνή, άμα αισθανθείσα το επί της άμμου ξερόν σύρσιμον της λέμβου, ηγέρθη από της κωπαστής και ήρχισε να ρίπτη έξω σάκκους ένα-ένα, οίτινες έκαμνον έν πήδημα πρώτον ελαφρόν επί των οστράκων και είτα έμενον εκεί. Παραπέρα, όπου είχον αποβιβάσει τα φορτία των αι άλλαι λέμβοι, θόρυβος ηκούετο.

Ανέκαθεν είχα το προαίσθημα ότι εντός αυτού θα εύρω και εγώ την αιώνιον ανάπαυσιν. Τους άλλους τρώγει το χώμα, τα ιδικά μας οστά καλύπτονται υπό φυκών και οστράκων εις τα βάθη της θαλάσσης.

Ότε δε οι επιθυμούντες την εξορίαν του έγραφον επί των οστράκων το όνομά του, διά να δώσωσι την κατ' αυτού ψήφον των, χωρικός τις αγράμματος επλησίασεν αυτόν, και παρουσιάσας το όστρακόν του, τον παρεκάλεσε να γράψη επ' αυτού το όνομα Αριστείδης . — Και τι κακόν έπαθες υπό του Αριστείδου ; ηρώτησε τότε τον χωρικόν ο Αριστείδης·

Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη νησίδα, και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι. Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν άφαντος μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν. — Κυρ-Δημάκη! Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπετάν-Παρμάκης, πεινών.

Το βράδυ επανήρχετο ο κυρ-Δημάκης με ευωδιάζουσαν θαλασσίως την τριχίνην πήραν, πλήρη παντοειδών οστράκων, αναμίξ κειμένων, και συριζόντων συριγμόν τινα δροσερώτατον, ως φλοισβίζοντος κύματος.

Όταν δε πάλιν δεν είχον εργασίαν γεωργικήν, τότε ηρέσκοντο να πλέκωσι, να ράπτωσι και να νήθωσιν υπό την κατάμαυρον σκιάν της συκής, ή να κάμνωσιν ένα περίπατον μέχρι της παραλίας της Κεχρεάς προς άλλην άγνωστον ακτήν, διάφορον της συνήθους της κώμης παραλίας, και καθήμεναι παρά το ευώδες κύμα να ρίπτωσι στρογγυλούς χάλικας εις τον διαυγή πυθμένα και τα πράσινα νερά, ή να τρέχωσιν επί των στιλπνών οστράκων, τρικλίζουσαι μετά χάριτος, ως νύμφαι θαλασσιναί, άρτι αναδύσαι εκ του αλμυρού πόντου, αναζητούσαι επί της ευωδιαζούσης εκ της καθαρότητος παραλίας τα παμποίκιλλα εκείνα κελύφη των οστράκων, άτινα μετά τόσης λεπτότητος κατεργάζεται λεία και στιλπνά ο καλλιτέχνης πόντος, προστρίβων ταύτα έως ου αποκτήσωσι το χρυσίζον εκείνο, ή υπέρυθρον, ή πάλλευκον χρώμα.

Εκτός αν εξήρχετό τις πρώτον πατών εις το ύδωρ και σύρων είτα την λέμβον, αν ήτο ελαφρά, μέχρι των ποικιλοχρώμων οστράκων της παραλίας, άτινα εσώρευεν εκεί και ξηρά και θάλασσα, η μεν λεία, καθαρά και εστιλβωμένα εν τη προστριβή του κύματος, η δε ρυπαρά και ακάθαρτα, όσα θραύσματα έρριπτον οι κάτοικοι εις τον άνω της ακτής βράχον, γενικήν αποθήκην των σαρωμάτων.