United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κυρ-Δημάκης δεν ήκουσεν. Αλλ' αίφνης, εκεί που ήτο εξαπλωμένος ο καπετάν-Παρμάκης, επί της κωπαστής, αφηρημένος προς το πέλαγος, συλλογιζόμενοςτις οίδεπόσας και ποίας τρικυμίας, τας οποίας συνήντησε με την «Ελένην του», ρίπτει το τσιγάρον του εις την θάλασσαν, και κτυπά δι' ισχυρού κολάφου το πλατύ και ψημένον ως σανίδα μέτωπόν του. Οι οφθαλμοί του απήστραψαν: — Λύσε τον κάβο!

Θεωρών το κύμα από της κωπαστής διακρίνω τα ψαράκια πάλιν, τρία-τέσσαρα κοπαδάκια, ψαράκια μικρά, της πατρίδος μου ψαράκια, τα οποία μας παρηκολούθησαν από του λιμένος της Σκιάθου. Παιδάκια ορφανά, κυνηγούν την μητέρα των φεύγουσαν. Και πόσον αγάλλονται οπού την κατέφθασαν. Προσκολλώνται εις τα ύφαλα μη την χάσουν, αναπόσπαστα. Και την φιλούν και την τσιμπούν.

Ο καπετάν-Παρμάκης, εννοήσας ότι ο γέρων αλιεύς, έχων τους οφθαλμούς του καρφωμένους εις την από του ιστίου κρεμαμένην μεγάλην φλάσκαν, δεν ετιμόνιζε καλά, έλαβεν αυτός το πηδάλιον, καθήσας επί της κωπαστής εν τη πρύμνη.

Αυθορμήτως ο Μαθιός ύψωσε τας κώπας και τας εκράτησεν επί μακρόν επί της κωπαστής, και έμεινεν εν ηρεμία, όμοιος με το λευκόν πτηνόν της θαλάσσης, το κύπτον χαριέντως προς το κύμα, ακινητούν επ' ολίγας στιγμάς, με την μίαν πτέρυγα κάτω, την άλλην άνω, πριν εφορμήση και συλλάβη το κολυμβών οψάριον και το ανυψώση ασπαίρον και λαχταρίζον εις τον αέρα. Ησθάνετο γοητείαν άρρητον.

Την στιγμήν ταύτην εχειρίζετο έν των μεγίστων τρυπανίων, και έκυπτεν, ο θαυμάσιος, επί της κωπαστής, αιωρούμενος ως σχοινοβάτης, και ήνοιγε βαθείαν κάθετον οπήν εις μίαν των πλευρών του σκάφους. Ω, της ακαταληψίας! Αλλ' ο ήλιος εκρύβη ήδη εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους βουνού, και ο ίσκιος του &πουργοτζή& διεγράφη και αυτός από την επιφάνειαν του ύδατος και από την άμμον της παραλίας.

Οι δύο σύζυγοι, επακουμβώντες επί της κωπαστής έβλεπον και αυτοί μετ' ευφροσύνης το θαλασσινόν χωρίον, τα οποίον με τον ταχύν του ατμοπλοίου δρόμον, εφαίνετο ότι τους επλησίαζεν ηρέμα, με κομψόν καμάρωμα νύμφης προβαίνον, εστολισμένον όλον και πάγκαλον, με τα βουνά του τα καταπράσινα, με τους ελαιώνας του τους τεφρούς, με τους αμπελώνας του χλοάζοντας ακόμη, με την παραλίαν την αμμώδη και γελαστήν, με τα κάτασπρα σπιτάκια του εις τον αιγιαλόν κάτω, ως γλάρους επάνω εις τα κύματα, άλλους επάνω εις τον βράχον συσσωρευθέντας όλους μαζί, ως εις μίαν φωλεάν, και άλλους, αράδα-αράδα, καραβίζοντας παρά την άμμον.

Η ηλικιωμένη γυνή, άμα αισθανθείσα το επί της άμμου ξερόν σύρσιμον της λέμβου, ηγέρθη από της κωπαστής και ήρχισε να ρίπτη έξω σάκκους ένα-ένα, οίτινες έκαμνον έν πήδημα πρώτον ελαφρόν επί των οστράκων και είτα έμενον εκεί. Παραπέρα, όπου είχον αποβιβάσει τα φορτία των αι άλλαι λέμβοι, θόρυβος ηκούετο.