United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΝΑΧ. Λοιπόν, Σόλων, εάν έλθουν εναντίον σας εχθροί, αλείφεσθε με έλαιον και πασπαλίζεσθε και έπειτα εξέρχεσθε εναντίον αυτών και επιτίθεσθε με τους γρόνθους, αυτοί δε καταλαμβάνονται υπό πανικού και τρέπονται εις φυγήν, φοβούμενοι μήπως, ενώ έχουν το στόμα ανοικτόν, τους ρίψετε άμμον ή τους τρικλοποδήσετε ή τους ρίψετε κάτω και αφού τους περιπλέξετε εις τα σκέλη σας, προσπαθήτε να τους πνίξετε με το σφίξιμον του τραχήλου.

Αλλά δεν εύρον σώμα, ούτε ανθρώπου, ούτε λέμβου. Δύο ή τρεις ημέρας ύστερον, όταν έγεινε γαλήνη, μία βρατσέρα ξένη, εύρε κωπίον επιπλέον εις το κύμα, προς το μέρος το αντίθετον του πελάγους. Και άλλος πάλιν αλιεύς εύρεν αλιευτικά σύνεργα, τα οποία είχον εξοκείλει εις την άμμον.

ΠΟΣ. Αυτό δεν δύναται να γείνη, Αμφιτρίτη• ούτε πρέπει να ταφή εδώ εις την άμμον, αλλά, καθώς είπα, να μεταφερθή εις την Τρωάδα ή την Χερρόνησον και να ταφή εκεί.

Αλλά και εις το τρέξιμον τους γυμνάζομεν, ούτως ώστε και εις τον πολύν δρόμον ν' αντέχουν και εις τον ολίγον να είνε ταχύτατοι και ελαφροί. Και δεν τρέχουν επί στερεού εδάφους, το οποίον να παρέχη αντίστασιν, αλλ' εις άμμον βαθείαν, όπου το πόδι δεν ευρίσκει στερεάν βάσιν, αλλά βυθίζεται, διότι η άμμος φεύγει υπό την πίεσίν του.

Οι δύο σύζυγοι, επακουμβώντες επί της κωπαστής έβλεπον και αυτοί μετ' ευφροσύνης το θαλασσινόν χωρίον, τα οποίον με τον ταχύν του ατμοπλοίου δρόμον, εφαίνετο ότι τους επλησίαζεν ηρέμα, με κομψόν καμάρωμα νύμφης προβαίνον, εστολισμένον όλον και πάγκαλον, με τα βουνά του τα καταπράσινα, με τους ελαιώνας του τους τεφρούς, με τους αμπελώνας του χλοάζοντας ακόμη, με την παραλίαν την αμμώδη και γελαστήν, με τα κάτασπρα σπιτάκια του εις τον αιγιαλόν κάτω, ως γλάρους επάνω εις τα κύματα, άλλους επάνω εις τον βράχον συσσωρευθέντας όλους μαζί, ως εις μίαν φωλεάν, και άλλους, αράδα-αράδα, καραβίζοντας παρά την άμμον.

Και έχει τόσα χαρίσματα! — Κ' εγώ τον λυπούμαι, είπε ψυχρώς ο Γύφτος, ως να έλεγε· Μοι είνε αδιάφορον. — Και δικαίως. Διότι είνε πολύ φιλάνθρωπος. — Σωστά, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και δεν λυπάται τα χρήματα, ούτε ως άμμον. — Το μεγαλείτερο αυτό είνε, είπεν ο Γύφτος, και ηκούσθη ο κρότος της γλώσσης επί των χειλέων του. — Και ειμπορεί να δώση πολλά, να κάμη έναν άνθρωπον πλούσιον διά το τίποτε.

Αφού έτσι εγλύτωσα εις το νησί έπεσα επάνω εις την άμμον, ωσάν νεκρός ακίνητος και επέρασα όλην την νύκτα εις το περιγιάλι, μέρος κοιμώμενος και μέρος στοχαζόμενος τας νέας μου δυστυχίας που έμελλον να υποφέρω, μην ηξεύροντας ακόμη τι τέλος έχω να λάβω όντας έρημος, γυμνός και εστερημένος από όλα, εις βαθμόν που εστοχαζόμουν εναντίον εις την ζωήν μου, ήγουν να γένω φονεύς του εαυτού μου, διά να ελευθερωθώ από τας τοσαύτας δυστυχίας, που συνεχώς με εκαταδίωκον.

Οι λέοντες, καίτοι πειναλέοι, δεν έσπευσαν ποσώς προς τα θύματα. Αι υπέρυθροι αντανακλάσεις, αίτινες επλημμύριζον την άμμον, ετάρασσον την όρασίν των και εκείνοι υπέκλειον τα βλέφαρα θαμβωμένοι.

Τον αγαθόν της άνδρα να τον επιβουλεύεται, κι αντάλλαγμα να είναι ο αδελφός μου!...Ω! εδώτην άμμον θα σας χώσω, ανόσια μηνύματα και φόνου και λαγνείας, ως που να έλθη ο καιρός να σας ιδή εκείνος που την ζωήν του θέλετε! — Καλά που απ' εμένα θα μάθη και τον θάνατον και την αποστολήν σου! Ο ΕΔΓΑΡ σύρει το πτώμα του ΟΣΒΑΛΔΟΥ έξω της σκηνής.

Εις το αμφιθέατρον μία βοή ηγέρθη: — Οι χριστιανοί! . . . οι χριστιανοί! . . . . Αι σιδηραί κιγκλίδες έτριξαν, ανά τους διαδρόμους τους σκοτεινούς ήχησεν η συνήθης κραυγή των μαστιγοφόρων: «Εις την άμμονκαι εν ριπή οφθαλμού η κονίστρα εγέμισεν από χριστιανούς, οι οποίοι έτρεχον με πυρετώδη ταχύτητα και φθάσαντες εις το κέντρον εγονάτισαν πλησίον αλλήλων ανατείνοντες τας χείρας εις τον ουρανόν.