Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν. Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν, κ' έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος.

Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζετο δώμα του αν κανένας 'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα· και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους, πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες από την λευκή θάλασσατην κολπωμένην άκρη 385 σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένατην άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου, και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος. όμοια σωρός εκείτονταντα χώματα οι μνηστήρες. του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390 «Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα, όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».

Είτα εφορτώθη αυτή τον ασβέστην, ο ανήρ της επήρε την άμμον και το καλαθάκι, υπερέβησαν την σιδηράν πύλην, και εισήλθον εις το παλαιόν έρημον χωρίον. Μετά δέκα λεπτά έφθασαν προ του ναού. Εξεφορτώθησαν, εκάθισαν να ξαποστάσουν. Της εφάνη της Μαλαμμώς ότι ήκουε κάτι ως χαλαράν και άρρυθμον ψαλμωδίαν έσωθεν του ναού. Δεν επίστευσε τ' αυτιά της. Επλησίασεν εις την θύραν, την ώθησεν.

Οι τέσσαρες πόδες του ταύρου ήσαν χωμένοι εις την άμμον και ο όγκος του σώματός του ο κατάμαυρος και τριχωτός, είχε συσταλή ως γιγαντιαία σφαίρα. Το ποίος εκ των δύο, εξαντλούμενος, θα έπιπτε πρώτος, διά τους φανατικούς θεατάς της πάλης είχε την στιγμήν εκείνην μεγαλειτέραν σπουδαιότητα από την ιδίαν των τύχην, από την τύχην ολοκλήρου της Ρώμης και της κοσμοκρατορίας αυτής.

Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα . . . Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν! . . . Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον . . . Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου.

Έβαλα ολίγην δύναμιν, και επιάσθην από κάποια ξύλα και κλωνάρια δένδρων, που η φύσις εφάνη να τα ετοίμασεν επί ταυτού διά να με βοηθήσουν· και μη δυνάμενος να περιπατήσω, έχοντας όλον μου το σώμα καταδαρμένον από την θάλασσαν, έπεσα επάνω εις την άμμον ημιθανής και έμεινα εκεί ακίνητος έως που ανέτειλεν ο ήλιος· αλλ' η θερμότης της άμμου μου έφερεν ολίγον ύπνον έως δύο τρεις ώρας.

Έλεγεν ο πάτερ-Γαλακτίων, περί την εσπέραν, εξελθών εις την άμμον του Μετοχίου της Μονής του και καταφιλών ως αγίαν εικόνα την μπουκαπόρτα την ξυλίνην της «Γαλανομμάτας» εφ' ης καθήμενος ο ναυαγός επεβιβάσθη εις την άμμον εκείνην, ολίγω μακράν της οποίας συνέβη το ναυάγιον της «Γαλανομμάτας». Ο ποιμήν της Μονής, ένας άλλος γηραλέος μοναχός, κίτρινος, σκυθρωπός πάντοτε, με αραιόν τμήμα πώγωνος, ομοιάζοντος προς πώγωνα τράγου, ιδών από του κελλίου του το ναυάγιον, έσπευσε προς την άμμον, φέρων μεθ' εαυτού και όσα ηδύνατο σκεπάσματα και ιμάτια και χιτώνας, διά τους ναυαγούς· και αφού εκουκούλωσε προς στιγμήν τον Πάτερ-Γαλακτίωνα, με μίαν χονδρήν κάπαν, εως ου συνέλθη, εμάνθανε παρ' αυτού συγκεκομμένας τινάς ειδήσεις περί του δυστυχήματος.

Αλλά την εσπέραν εκείνην, ο μούτσος, υψηλός, δεκαοκταετής, έχων όλας τας αξιώσεις του ναύτου, πλην του μισθού, είχεν αργοπορήσει εις έν καπηλειόν, ολίγον παράμερον, από τον μέσα δρόμον της παραθαλασσίου αγοράς, παρηγορούμενος και αυτός, ως ξένος εις τα ξένα... Είχεν αφήσει την φελούκαν μισοσυρμένην, με την πρώραν χωμένην εις την άμμον, με την πρύμνην σαλεύουσαν εις το κύμα, με τας δύο κώπας ακουμβημένας επί της πρύμνης, δύο ελαφράς κώπας, τας οποίας παιδίον μετ' απεριγράπτου χαράς θα εχειρίζετο, καμαρώνον την δύναμίν του πολλαπλασιαζομένην υπό της φευγαλέας μαλακότητος του κύματος, ενδοτικής ως η αδυναμία μητρός προς χαϊδευμένον βρέφος, φέρον αυτήν όπου θέλη με τους κλαυθμηρισμούς και τας απαιτήσεις του· κώπας ως δύο πτέρυγας γλάρου, οίτινες φέρουσι το λευκόπτιλον σώμα του όρνιθος επιπολής της θαλάσσης, οδηγούσας την βαρκούλαν εις την αγκάλην και την αμμουδιάν της ακτής, ως εκείναι τον γλάρον εις το σπήλαιον του θαλασσοπλήγος βράχου.

Η Μπέλλα η αδελφή του και το καράβι ήσαν τα μόνα του ιδανικά, η μόνη του χαρά, ο κόσμος όλος! Και η αδελφή του όμως δεν τον αγαπούσε ολιγώτερον και σήμερον ενθυμούνται την μικράν Μπέλλαν, όταν ο αδελφός έλειπε στα ξένα, να καταβαίνη εις το παράλιον με καμμιάν φιληνάδα της και εις την άμμον επάνω, ή επί βράχου, να τραγουδή, όταν έβλεπε καράβι να διαβαίνη.

Και διά να μάθουν άλλην φοράν, αν επιθυμούσαν ν' αρμυρίσουν, να ευρίσκουν άλλον δρόμον διά να καταβαίνουν κάτω εις την άμμον του αιγιαλού. Αλλά τώρα ήτο πολύ αμφίβολον αν θα εγλύτωναν, διά να βάλουν γνώσιν δι' άλλοτε.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν