United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά θα γίνω μνηστήρ του θανάτου μου και θα ριφθώ εις τας αγκάλας του ως εις κλίνην ερωμένης. Εμπρός λοιπόν! Έρως, ο κύριός σου αποθνήσκει μαθητής σου. Πώς; δεν απέθανα ακόμη; δεν απέθανα; Ε! φύλακες! Α’. ΦΥΛΑΞ. Τι τρέχει; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν έκαμα καλά την εργασίαν μου. Φίλοιτελειώσατε ό,τι ήρχισα. Β'. ΦΥΛΑΞ. Έδυσε το άστρον. Α'. ΦΥΛΑΞ. Και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. ΟΛΟΙ. Ω συμφορά! αλλοίμονον.

Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα·Μη φοβάσαι!. . . δεν είναι τίποτε . . . δεν σου θέλω κακόν! Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον διά να έλθω εις βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω . . . . Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλείτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.

Ελάτε να μ' επισκεφθήτε, να το μόνον εύκολον! Και ο κ. Π. ετάχυνε τόσον πολύ το βήμα του, ώστε εγώ όστις από τινος έτρεχον κατόπιν του μάλλον παρά συνεβάδιζον αυτώ, ηναγκάσθην να ριφθώ εις την πρώτην επί της οδού ημών καθέδραν, πριν προφθάσω να τον ευχαριστήσω, διότι η σφοδρά εκείνη κίνησις μου εζάλισεν αιφνιδίως την κεφαλήν και κατέστησε το βήμα μου σφαλερόν και παραπαίον. Ο κ.

Ήξευρα ότι αι κυρίαι ντε Σ . . . και Τ . . . με τους άνδρας των θα έφευγαν μάλλον παρά να μείνουν εις την συντροφιά σαςήξευρα πως ο κόμης δεν μπορεί να τα χαλάση με εκείνους, — και τώρα ο πάταγος! — Πώς, δεσποινίς; είπα, και έκρυψα τον τρόμο μου· γιατί όλα, όσα προχθές μου είχεν ειπεί ο Αδελίνος, μου έρρεαν τη στιγμήν αυτή σαν καυτό νερό μες τις φλέβες. — Τι μου εκόστισεν αυτό έως τώρα, είπε το γλυκύ πλάσμα, ενώ δάκρυα της ήρχοντο εις τους οφθαλμούς. — Δεν ήμουν πλέον κύριος του εαυτού μου, διενοούμην να ριφθώ εις τα πόδια της. — Εξηγηθήτε μου, ανεφώνησα.

Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα . . . Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν! . . . Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον . . . Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου.

Εκ της ιδέας του να περιμένω, δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός.

Επήγε πάλιν εις την πόλιν σε μια φίλη της. Και ο Αλβέρτοςκαιπρέπει να φύγω! 10 Σεπτεμβρίου. Τι νύχτα ήτον! Γουλιέλμε! Τώρα αντέχω εις όλα. Δεν θα την ιδώ πλέον! Ω! γιατί δεν δύναμαι να ριφθώ στο λαιμό σου, με χίλια δάκρυα και εκστάσεις να σου εκφράσω καλέ μου, τα αισθήματα τα οποία πολιορκούν την καρδιά μου!