United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, απήντησα· και μου έχασε μίαν σπουδαίαν δίκην. — Ποίον είχε δικηγόρον ο αντίδικός σου, ηρώτησε περιέργως ο Δημήτριος. — Πού να ενθυμούμαι; Είνε τόσος καιρός! — Βέβαια κανένα από τους συνεταίρους του Αλεξάνδρου. — Είνε φρικτόν αυτό! ανεφώνησα. — Είνε και άλλα, . . είπεν ο φίλος μου, και εσιώπησε.

Δεν δύναμαι να εννοήσω πώς μπορεί κανένας να είναι τρελλός, ώστε να αυτοχειριασθή· μόνη η σκέψις μού διεγείρει απέχθειαν. — Πώς σεις οι άνθρωποι, ανεφώνησα, διά να μιλήσετε περί ενός πράγματος, επιφωνείτε ευθύς: τούτο είναι ανόητον, τούτο είναι σοφόν, αυτό είναι καλόν, αυτό είναι κακόν!

Όταν δε τον είδα αμέσως ανεφώνησα ότι πρέπει να σταλή ως αφιέρωμα εις τον Πύθιον Απόλλωνα και ότι είνε άξιον του θεού αφιέρωμα.

Ήξευρα ότι αι κυρίαι ντε Σ . . . και Τ . . . με τους άνδρας των θα έφευγαν μάλλον παρά να μείνουν εις την συντροφιά σαςήξευρα πως ο κόμης δεν μπορεί να τα χαλάση με εκείνους, — και τώρα ο πάταγος! — Πώς, δεσποινίς; είπα, και έκρυψα τον τρόμο μου· γιατί όλα, όσα προχθές μου είχεν ειπεί ο Αδελίνος, μου έρρεαν τη στιγμήν αυτή σαν καυτό νερό μες τις φλέβες. — Τι μου εκόστισεν αυτό έως τώρα, είπε το γλυκύ πλάσμα, ενώ δάκρυα της ήρχοντο εις τους οφθαλμούς. — Δεν ήμουν πλέον κύριος του εαυτού μου, διενοούμην να ριφθώ εις τα πόδια της. — Εξηγηθήτε μου, ανεφώνησα.

Είθε να έλεγε καθένας προς τον εαυτόν του κάθε ημέραν, ανεφώνησα: δεν δύνασαι τίποτε άλλο για τους φίλους του παρά να τους αφήσης τας τέρψεις των, και να επαυξήσης την ευτυχίαν των συναπολαύων αυτής μαζί των.

Αυτή εσηκώθη, και εγώ συνήλθα και εταράχθηκα· έμεινα καθήμενος, και εκρατούσα το χέρι της. — Ας πάμε, είπε· είναι καιρός. — Ήθελε να αποσύρη το χέρι της, και εγώ το εκρατούσα δυνατώτερα. Θα ιδωθώμεν πάλιν, ανεφώνησα, θα ανταμωθώμεν πάλιν, και σε οποιαδήποτε μορφή θα αναγνωρισθώμεν. Πηγαίνω, εξηκολούθησα, πηγαίνω εκουσίως και όμως, όταν έπρεπε να είπω «διά παντός», δεν θα αντείχα. Χαίρε, Καρολίνα!

Καρολίνα, ανεφώνησα, γονατίζοντας μπροστά της, πιάνοντας το χέρι της και βρέχοντάς το με χίλια δάκρυα, Καρολίνα, η ευλογία του Θεού είναι επάνω σου και το πνεύμα της μητρός σου! — Αν την είχετε γνωρίσει, είπε, σφίγγουσα το χέρι μου, — ήταν αξία να την εγνωρίζετε! — Ενόμιζα ότι αφανιζόμουν.

Έπειτα υπανδρεύθη, εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά εδυστύχησε, . . . έχασε και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά. — Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά; Α! ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως απορούσα και στενοχωρουμένη μήτηρ μου.