United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, απήντησα· και μου έχασε μίαν σπουδαίαν δίκην. — Ποίον είχε δικηγόρον ο αντίδικός σου, ηρώτησε περιέργως ο Δημήτριος. — Πού να ενθυμούμαι; Είνε τόσος καιρός! — Βέβαια κανένα από τους συνεταίρους του Αλεξάνδρου. — Είνε φρικτόν αυτό! ανεφώνησα. — Είνε και άλλα, . . είπεν ο φίλος μου, και εσιώπησε.

Να το όφελός σας· έτσι χάνονται οι κουτοί! εψιθύρισε. Έκλινε δε πάλιν την κεφαλήν άνωθεν της πυράς περιέργως. Ως ήτο αχόρταγος εις τας αισχράς επιθυμίας της, ήτο και εις την εκδίκησίν της· ασελγής Πρίαπος εις την ηδονήν και Ζευς κεραυνοβόλος εις την οργήν της.

Νησιώται τινές από τα ύψη του Κάστρου, ιδίως από την ταράτσαν της Πόρτας εθεώρουν περιέργως την αποπλέουσαν «Γαλανομμάταν», η οποία χορεύουσα και πηδώσα έσχιζε τα κύματα μετά χάριτος ζηλευτής, εν ώ ήδη ανεμοστρόβιλος σχηματισθείς εις την κορυφήν του Πηλίου, ανετάραττε το πέλαγος, κατάμαυρον ηπλωμένον, ως πένθιμον σινδόνιον. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε, τον καιρό!

Η Σμάλτω υφίστατο την δοκιμασίαν αυτήν από τριών ήδη μηνών, από της ιδίας δηλαδή νυκτός κατά την οποίαν εγκατεστάθη εις Τρουμπέ. Τόρα όμως από της ημέρας του παθήματός της η δοκιμασία έγεινε στενωτέρα. Μόλις εξήρχετο εις την θύραν του οικίσκου της ευθύς αι γυναίκες την ητένιζον περιέργως εις τους οφθαλμούς.

Μα πώς λοιπόν μου είπες, ότι ζη από τα χαρτιά; ηρώτησα εγώ περιέργως. Εστενοχώρησε δε, φαίνεται, πολύ την μητέρα μου η ερώτησίς μου, διότι μετά τινας στιγμάς δισταγμού επανέλαβε το διακοπέν πλέξιμόν της, και είπε με σιγαλοτέραν αλλά πολύ σοβαρωτέραν φωνήν. — Νά! βλέπεις που δεν έπρεπε να σου ειπώ τίποτε; Αυταίς δεν είνε ομιλίαις διά παιδιά. Πήγαινε τώρα να κοιμηθής, διότι είνε αργά.

Πήγαινε τοντη σάλα! παραγγέλλει η κυρία. Ο Περδίκης εξέρχεται, και μετά τινα λεπτά επιστρέφει φωνών εν αγανακτήσειΑι! με παρασκότισαν! — Ποίος ήτον; ερωτά περιέργως η σύζυγός του. — Δεν τον γνωρίζεις ένας παλαιός φίλος μου. Ο Περδίκης αποσιωπά εντελώς, ότι ο παλαιός του φίλος συνυπηρέτει ποτέ μετ' αυτού εν τω αυτώ καφενείω. — Και τι σε ήθελε;

Δεν εγίνωσκε την αξίαν των, αλλά παρετήρει περιέργως αυτά. Είτα ανεκάλυψε την κυρίαν είσοδον του σπηλαίου και εξήλθεν εις το φως, χωρίς πλέον να λάβη ανάγκην της διά του σχοινιού αναρριχήσεως. Ταύτα συνέβησαν περί τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος. Τα τρία αγάλματα ήσαν εκ των περικαλλεστάτων, όσα παρήγαγέ ποτε η αρχαία τέχνη.

Κεφαλαί ωρθούντο διά μίαν στιγμήν με τα κόκκινα φύματα άνω, ως λεπροί κόνοι αγρίου αραβοσίτου, ετάζουσαι τα πέριξ περιέργως διά των μαύρων οφθαλμών των και πούπουλα εσκορπίζοντο εις τον αέρα, απομαδούμενα ενώ αντήχει η πεδιάς ολόκληρος από τον θόρυβον και τον αλαλητόν. Η Σμάλτω παρηκολούθει διά του βλέμματος τους διαπληκτισμούς αυτούς των γαλίων, χαμογελώσα.

Μπορούμε να κάνωμε και χωρίς το αναιδέστατο μελοδραματάκι σας. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Ενόμιζα πως θα σας διασκέδαζα. ΑΡΓΓΑΝ Οι ανοησίες δεν διασκεδάζουν. Α! να η γυναίκα μου. ΜΠΕΛΙΝΑΑΡΓΓΑΝΑΓΓΕΛΙΚΗ — κ. ΑΡΓΓΑΝ Να, αγάπη μου, ο γυιός του κυρίου Διαφουαρούς. ΘΩΜΑΣ ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Πολύ περιέργως ο Θεός σας έδωσε τον τίτλον της πεθεράς, πολύ στο πρόσωπό σας φαίνεται . . .

Τα κλειστά βλέφαρά του, ήσαν πελιδνά ως κογχύλια και οι πολυέλαιοι γύρω ηκτινοβόλουν. Η κεφαλή έφθασεν εις την τράπεζαν των ιερέων. Είς Φαρισαίος την ανέστρεψε περιέργως. Αλλ' ο Μοναή την έβαλε πάλιν εις την θέσιν της και την έστησεν ενώπιον του Αΰλου, ο οποίος είχεν εξυπνήση. Από το άνοιγμα των βλεφάρων και τας νεκράς και σβυσμένας κόρας, εφαίνετο ως να ήθελε να είπη κάτι.