United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπιν ο μικρός γέρων ήρχισε να διηγήται παραμύθια χειμερινά, και ν' απαγγέλλη αισθηματικά δίστιχα. Αι δύο κόραι, με το πλέξιμόν τους εις το στέρνον, τον ήκουον με το έν αυτί κ' εγέλων χωρίς όρεξιν. Ο Σταμάτης έψαλλε και τραγούδια ανάμεσα, διά να τας κάμη να διασκεδάσουν και αποσπάση τον νουν των από την τυραννούσαν σκέψιν.

Εσυγύριζεν η Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της, διώρθονεν άλλα, ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να ιδή ολίγον, να ιδή μόνοντα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ ολίγα, η αγαθή γυνή.

Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς, και απήντησε·

Μα πώς λοιπόν μου είπες, ότι ζη από τα χαρτιά; ηρώτησα εγώ περιέργως. Εστενοχώρησε δε, φαίνεται, πολύ την μητέρα μου η ερώτησίς μου, διότι μετά τινας στιγμάς δισταγμού επανέλαβε το διακοπέν πλέξιμόν της, και είπε με σιγαλοτέραν αλλά πολύ σοβαρωτέραν φωνήν. — Νά! βλέπεις που δεν έπρεπε να σου ειπώ τίποτε; Αυταίς δεν είνε ομιλίαις διά παιδιά. Πήγαινε τώρα να κοιμηθής, διότι είνε αργά.

Νέος Σωκράτης. Τι άλλο βεβαίως; Ξένος. Τότε λοιπόν ούτε η αληθής πολιτική, η οποία συμφωνεί με την φύσιν των πραγμάτων, θα δεχθή ποτέ να συναρμολογήση μίαν πόλιν από καλούς και κακούς ανθρώπους, αλλά είναι φανερόν ότι κατά πρώτον θα τους εξελέγξη με τας παιδικάς ασκήσεις, κατόπιν δε θα τους παραδώση πάλιν εις τους ικανούς διά να τους εκπαιδεύσουν και να τους ωφελήσουν εις αυτό το ίδιον, ενώ θα δίδη αυτή τας οδηγίας και θα επιστατή, καθώς η υφαντική παρακολουθεί εκείνους οι οποίοι ξαίνουν και προετοιμάζουν τα υλικά της, και δίδει οδηγίας και επιστατεί και επιβάλλει εκάστην να κάμη τα έργα της, όπως νομίζει ότι είναι καταλληλότερα διά το ιδικόν της πλέξιμον.

Το ηλικιωμένο ανδρόγυνο που την είχεν υιοθετήσει, ήταν τόσο πτωχό, όπου μόλις έφθαναν για να μη πεινά όσα εκέρδιζαν με το πλέξιμον η γραία και ο γέρος κόπτοντας ξύλα. Η Μηλιά έκαμνε κ' εκείνη ό,τι μπορούσε για να τους βοηθήση.

Οσάκις διερχόμενος με την ελπίδα ότι το πλέξιμον θα είχε τελειώση, επανέβλεπεν εις την θέσιν του το τουρλωτό φέσι, ανετινάσσετο από οργήν και εψιθύριζεν: «Ακόμη δεν εξεκουμπίστηκες, κακό ψόφο νάχηςΚαι αν δεν ανεχαίτιζε την οργήν του η αγάπη της Πηγής, αλλά προ πάντων ο φόβος του Στρατή, ο γέρων θα εδέχετο ίσως πέτραν κατά κεφαλής διά να τελειώση αυτό το ατελεύτητον πλέξιμον και αυτή η ατελείωτη βάρδια.

Το πλέξιμόν της, το πλύσιμόν της, το ζύμωμά της, το μαγείρευμά της, όλα ήσαν απαλά και λευκά ως τα απαλά χεράκια της. Πολλοί νέοι εργατικοί, της τάξεώς της, την εζήτησαν εις γάμον, αλλ' αύτη ηρνείτο, ονειρευομένη αρχοντείαν, ή αποφασισμένη ν' ακολουθήση την συμβουλήν του πλοιάρχου. — Παλλάβωσες! Της έλεγεν η μητέρα της.