United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδείς απήντησε· μόνον ο ήχος της φωνής του Θεριστή έφερεν εις τα ώτα των πάλιν την ευχάριστον λέξιν κρασί! κρασί!. . . — Μάρτη! ορέ Μάρτη! επανέλαβεν ο Θεριστής. — Ναι, τόρα Μάρτης· πάει, θα τον χάνομε κι' αυτόν κάποτε-κάποτε είπεν ο Νοέμβριος. — Γιατί; — Γιατί παντρεύτηκε. — Παντρεύτηκε! πότε; ποία 'πήρε;

Το μικρότερον, χλωμόν, κακονδυμένον, εφαίνετο μάλλον να πάσχει από «ζούραν», ήτοι παιδικόν μαρασμόν. — Κοριτσάκια, είπεν η Φραγκογιαννού, τι εκάνετ' εδώ;. . . Πού είν' η μάνα σας; Το μεγαλείτερον κοράσιον απήντησε·Πίτι. — Στο σπίτι, ηρμήνευσεν η γραία. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο χωριό; — Ζεν είναι ζω, είπε πάλιν το μικρόν.

Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό! . . . Ο Γιάννης, ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα, εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησε·

Και κατ' αρχάς μου φάνηκε ότι είπεν οπωσδήποτε κάτι· έπειτα δε αφού εσκέφθηκα ολίγον, ενόησα καλά τι ήθελε να πη και τον ηρώτησα εάν υπελάμβανε την φιλοσοφίαν διά πολυμάθειαν. — Χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν, μου απήντησε. — Νομίζεις λοιπόν ότι η φιλοσοφία είναι μόνον ένα πράγμα καλόν ή είναι και ωφέλιμον συγχρόνως; — Και ωφέλιμον επίσης, μου απήντησε· και πάρα πολύ μάλιστα ωφέλιμον.

Έχω πληροφορίας, αρχηγέ, απήντησεν ο ιππότης. — Ποίας πληροφορίας; ηρώτησεν ο αρχηγός. Ο ιππότης απήντησε ταύτα·Ανεκαλύφθη υφ' ενός κατασκόπου μου είς παράδοξος άνθρωπος, όστις πρέπει να είνε ο ζητούμενος υφ' ημών. — Και τι άλλο; είπεν ο αρχηγός, δείξας ότι επερίμενε και άλλο τι προς συμπλήρωσιν της πληροφορίας ταύτης. Ο ιππότης απήντησε·

Αφού ανεπαύθη επ' ολίγας στιγμάς ο Τρέκλας, εσηκώθη και είπε προς τον Θεόδωρον·Ειξεύρεις διατί ήλθα; Τα ψεύδη του Τρέκλα. Ο Θεόδωρος τον εθεώρησε μετ' απορίας και απήντησε·Πώς θέλεις να ειξεύρω διατί ήλθες; — Μήπως έμαθες τίποτε; — Τι να μάθω; — Επειδή εγώ δεν είμαι τόσον γρήγορος εις τον δρόμον... — Έλα δα!

Συ δεν της μοιάζεις, είσαι καλό κορίτσι, Αϊμά. — Ο Μάχτος, εψιθύρισεν η νέα. Αλήθεια πως δεν ήτον ο Μάχτος αυτός; — Ποίος; — Εκείνος. Και η Αϊμά εδείκνυε μόνον διά της χειρός την διεύθυνσιν προς ην έκειτο ο μύλος, όθεν είχον αναχωρήσει. Εφαίνετο δε μη έχουσα την δύναμιν να εξηγηθή διά λέξεων. Ο Πρωτόγυφτος απήντησε·Λέγεις εκείνους τους δύο που μάλωναν; — Ναι. — Δεν ήτον ο Μάχτος.

Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς, και απήντησε·

Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρησιν ότι το μέρος όπου είχον ναυαγήσει απείχε μίλια «από τα δυο νησιά», όπου ο επιστάτης έλεγεν ότι ευρίσκετο ο «αφαλός της θάλασσας». Ο χωρικός απήντησε·Ναι, είνε μακρυά . . . δεν έχει να κάμη . . . ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι' από μακρυά τα πράμματα άμα πέση όξου κανένα καΐκι φορτωμένο . . .

Ο Μαθιός δεν παρετήρησεν ίσως ότι αυτή είχε τρέψει τον λόγον εις τον πληθυντικόν, εις το τέλος της ευχής της. Αλλ' αυθορμήτως, χωρίς να το σκεφθή, απήντησε·Μπορώ να ρίξω εκείνη τη βάρκα στο γιαλό... Τι λες, δοκιμάζουμε; Και αυτός επίσης έθεσε τον πληθυντικόν εις το τέλος του λόγου. Χωρίς δε να συλλογισθή, ούτως, ως να ήθελε να δοκιμάση αν είχε δυνατούς τους μυώνας, ήρχισε να ωθή την βαρκούλαν.