United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δαβίδ Βερτολόττη αρκεί να είπωμεν ότι ήτο κατά τινα έτη νεώτερον της συζύγου του γερόντιον, διδάκτωρ των καλών &γραμμάτων&, ιππότης του Αγ. Μαυρικίου, κομψότατος, ευγενέστατος, αλλά και κατεχόμενος υπό της μανίας ν' απαγγέλλη περί παντός ζητήματος, και ιδίως καλλιτεχνικού, αυτοσχεδίους λόγους εις γλώσσαν γαλλικήν προφερομένην ιταλιστί και μάλιστα λομβαρδιστί.

Ο ιππότης ούτος ήτο είς εκ των τολμηροτέρων και παραβολωτέρων πολεμιστών, απέλαυε δε της εμπιστοσύνης του αρχηγού. Την πρωίαν ήλθε και τον εύρεν, εφαίνετο δ' εκ του ήθους του ότι ήθελε να τω ανακοινώση τι. Προς εμέ ουδεμίαν είχον δυσπιστίαν. Μ' ενόμιζον σχεδόν βωβήν, διότι είχον ασκηθή να μη ομιλώ. Έπειτα δεν ηδυνάμην να επέμβω εις τα σχέδια των ανδρών.

Άλλοτε, ως λέγεται, ενεφανίσθη και προς αυτόν τον Όθωνα και του εζήτησεν αμνηστείαν. Κάποτε δε, ευρών καλάς τινας οικογενείας εις Καισαριανήν, διεσκέδασε μετ' αυτών, ως αληθής ιππότης, άνδρες δε και κυρίαι εγοητεύθησαν από την ευγένειαν και την καλωσύνην του. Είχε δε αληθώς ευγενή ψυχήν, ως αποδεικνύει η προς τα δένδρα στοργή του.

Και ο άνθρωπος εκείνος φέρει μαζή του μίαν πενταετή ή εξαετή κόρην, ήτις πρέπει να είνε μικρά... Ο αρχηγός κατέστη σύννους. — Πού είνε ο κατάσκοπός σου, είπε προς τον ιππότην, όστις ανεκάλυψε ταύτα; Επεθύμουν να τον εξετάσω εγώ ο ίδιος. — Το είχα προβλέψει, αρχηγέ, απήντησεν ο ιππότης, και διά τούτο τον έφερα μαζή μου. Διαταγήν μόνον της γενναιότητός σας περιμένει διά να παρουσιασθή.

Ήταν ωραίος ιππότης, αλαζονικός και υπερήφανος, μιλούσε ευχάριστα, αλλά η αξία του ήτανε μεγαλύτερη μέσα στα δωμάτια των γυναικών παρά στη μάχη. Ηύρε την Ιζόλδη να τραγουδάη, και της είπε γελαστά: «Αρχόντισσα, τι θλιβερό τραγούδι, θλιβερό σαν του νεκροπουλιού.

Τότε ο Τριστάνος έπεσε γονατιστός στα πόδια του Βασιληά Μάρκου, και είπε: «Βασιληά και κύριε, αν θέλης να μου κάνης αυτή τη χάρι, εγώ θα πολεμήσω». Άδικα ο Βασιληάς Μάρκος θέλησε να του αλλάξη ιδέα. Ήταν τόσο νεαρός ιππότης: εις τι θα του εχρησίμευεν η τόλμη του; Αλλά ο Τριστάνος έδωσε την πρόκλησί του στο Μόρχολτ, και κείνος την εδέχτη.

Δε βρίσκεται καλλίτερος ιππότης, κι' ο τόπος σου έχει ανάγκη από ένα βαρώνο με τέτοια αντρεία». Αφού πήρε τη συμβουλή των ανθρώπων του, ο Δούκας Χοέλ εκάλεσε τον Τριστάνο: «Φίλε, ποτέ δε θα μπορούσα να σ' αγαπήσω αρκετά, που έσωσες αυτόν τον τόπο. Θέλω λοιπόν να ξεπληρώσω την οφειλή μου. Η κόρη μου η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια είναι από γενιά δουκών, βασιλιάδων και βασιλισσών: πάρτε την.

Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει• του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι• ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα• και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, 65 μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι, και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•

Έπειτα: — Έπειτα θρήνος κ' αίματα· είπε η κόρη σέρνοντας ανάλαφρα το χέρι της απάνου στο κέντημα· δε βλέπεις; Αίματα και λαχτάρες απ' άκρη σ' άκρη. Μα η ψυχή του πρώτου μας διαβαίνει απάνου τους και τα στολίζει σαν αχτίνα στο μακελειό. Να κύτταξε... — Ένας Ιππότης! Φράγκος είνε, Ελπίδα; — Γι' Ατθίδα με πήρες που θα κεντήσω Φράγκους; Είνε Μορφόπουλος.

Αι, το γεύμα! — Πού είναι το παιδί; Πού είναι ο τρελλός μου; — Πήγαινε συ να μου τον φέρης. ΛΗΡ Εσύ, — εσένα λέγω, πού είναι η κόρη μου; ΟΣΒ. Με συμπάθειον... ΛΗΡ Τι λέγει αυτός εκεί; Φέρε μου τον εδώ! Το κνώδαλον! Εξέρχεται είς ΙΠΠΟΤΗΣ. Πού είναι ο τρελλός μου; Αποκοιμήθηκε ο κόσμος όλος εδώ; Επιστρέφει ο ΙΠΠΟΤΗΣ. Αι, λοιπόν; Πού είναι αυτός ο μούλος;