United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε δε ηθέλησε να καταφύγη εις την καλύβαν της, εύρεν αυτήν αδύνατον να κρατήση τον φοβερόν εκείνον όμβρον.

Γουβ! το επιφώνημα τούτο εξέφραζεν ίσως απορίαν, πού τα εύρεν ο Τρέκλας τόσα αγαθά αισθήματα. Βεβαίως θα ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην θα έκαμνε τοιαύτην θυσίαν. — Πόσον ευχαριστούμαι, καλέ μου Χόμο, που σ' έχω συντροφιά. Του κυνός η μορφή εξέφραζεν έκπληξιν. — Είνε καλό να έχη κανείς ένα φίλον εις αυτόν τον κόσμο. Και εμέ τα βάσανά μου είνε πολλά. Ο κύων δεν μετείχε πλέον του διαλόγου.

Εκεί εύρεν εντός άντρου μιξοπάρθενόν τινα έχιδναν, της οποίας τα μεν άνω των γλουτών ήσαν γυναικός, τα δε κάτω όφεως. Ιδών αυτήν και θαυμάσας ο Ηρακλής, την ηρώτησεν εάν είδε που ίππους πλανωμένας· εκείνη δε είπεν ότι τας έχει, αλλά δεν τας αποδίδει εις αυτόν πριν ή μιχθή μετ' αυτής.

Διά τούτο ο μπάμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος εφρόντισε κ' εύρεν ένα καλόν κηπουρόν εργατικόν και δραστήριον προς ον εμίσθωσε το περιβόλιον μετά τον θάνατον του αγαθού κηπουρού.

Ο Χίλων τον εύρεν εκεί τακτοποιούντα τα εμπορεύματά του· τον εχαιρέτισε με το όνομα του Χριστού και ήρχισε να του ομιλή περί της υποθέσεως, διά την οποίαν ήρχετο· είπεν εις αυτόν, ότι επειδή τοις είχε παράσχει εκδούλευσιν, βασίζεται επί της ευγνωμοσύνης των, διότι έχει ανάγκην δύο ή τριών ανδρών ρωμαλέων και ανδρείων, διά να αποσοβήση κίνδυνον απειλούντα και αυτόν και όλους τους χριστιανούς.

Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ' η μάνα σου. Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν εύρεν αναπνοήν διά να κλαύση. — Έλα, πάμε! προσέθηκε. — Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και εσκίρτησεν η καρδιά του. — Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου.

Άμα ο Αστυάγης έκρινεν ότι ο Άρπαγος εχόρτασε· «Δεν ευρίσκεις εις το φαγητόν τούτο, τον ηρώτησε, γλυκύτητά τινα ιδιαιτέραν;» Ο Άρπαγος εβεβαίωσεν ότι το εύρεν εξαίρετον. Τότε οι υπηρέται, κατά τας διαταγάς τας οποίας είχον, τω παρουσίασαν την κεφαλήν και τα δάκτυλα του υιού του τα οποία ήσαν σκεπασμένα, και τον προσεκάλεσαν να τα αποκαλύψη και να λάβη εξ αυτών ό,τι ήθελε τω αρέσει.

Εκείθεν επέστρεψεν εις την Αίγυπτον, και λαβών ως λέγουσιν οι ιερείς πολύν στρατόν εκίνησε διά ξηράς και υπέταξεν όλους τους λαούς όσους εύρεν εν τη πορεία του.

Αλλ' εκείνη, ενώ εθλίβετο, απαρηγόρητος, διά την απώλειαν του συζύγου της, περί ου είχεν απελπισθή πλέον, επικραίνετο συνάμα και διά το οικτρόν των Αθηνών θέαμα, μιας πόλεως αυχμώσης και ρυπαράς. Σχεδόν έκλαιε, διότι δεν εύρεν αυτάς, ως τας ωνειρεύετο, ως τας της παρέστησαν.

Λιόββαν, ότι αντί ηδονών πλήξιν μόνον και χασμήματα εύρεν εν τω μοναστηρίω, ως καταρώνται και οι τυχοδιώκται τας εφημερίδας, οσάκις αντί χρυσού, πέτρας μόνον και πυρετούς ευρίσκουσιν εις την Καλλιφορνίαν. Η πλήξις και αργία είναι, νομίζω, τα κυριώτερα ελατήρια της ευσεβείας.