United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή σπανιώτατα εύρεν εν τω βίω της ανθρώπους προς ους να ευγνωμονή, υπελάμβανεν ότι προς τον πρώτον τυχόν παρουσιασθέντα δεν έπρεπε να φείδηται της ευγνωμοσύνης της. Ησθάνετο λοιπόν τύψεις, και κατέκρινεν ενδομύχως την ιδίαν αυτής διαγωγήν. Αναπαρίστα εν τη μνήμη την εναγώνιον εκείνην σκηνήν. Ο απαγωγεύς αυτής εφαίνετο υψηλός και ρωμαλέος.

Και η λυχνία, ήτις έκαιε κρεμαμένη από της οροφής, και το ξύλινον βάθρον όπερ εύρεν ο Πλήθων ίνα καθίση, και η εκ πτερίδων και χλοερών φύλλων κλίνη, ήτις έκειτο παρά την γωνίαν όπως αναπαυθή ο οδοιπόρος; Πώς ευρέθησαν ταύτα πάντα; Ο Πλήθων εξέλαβε το δώρον ως παρά των θεών προερχόμενον, και ανέπεμψεν ένθερμον προσευχήν.

Τότε ο Περσεύς λύσας τα δεσμά της παρθένου την εβοήθησε να κατέλθη σιγά-σιγά εκ του βράχου, ο οποίος ήτο ολισθηρός• και τώρα την νυμφεύεται εις την οικίαν του Κηφέως, μεθό θέλει την οδηγήση εις το Άργος. Ούτω δε αντί θανάτου εύρεν εκείνη γάμον όχι τυχαίον.

Εκεί κάτω τους εύρεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και τους δύο λαιμάργως καταπίνοντας δι' αγρίων βρυγών τας τρυφεράς του ωραίου χοιριδίου σάρκας, ων η ευωδία επλήρου τον οίκον όλον, ως είδομεν.

Όπως και αν έχη το πράγμα, ο Τισσαφέρνης μετέβη εις Άσπενδον και εύρεν εκεί τους Φοίνικας, οι δε Πελοποννήσιοι κατ' αίτησιν αυτού έστειλαν εις προϋπάντησαν του στόλου τον Λακεδαιμόνιον Φίλιππον μετά δύο πλοίων.

Και άλλην φοράν πάλιν εύρεν άλλον τοιούτον και όταν κανείς έπαθε τούτο πολλάς φοράς και προ πάντων από εκείνους, τους οποίους ενόμισεν ότι ήσαν οι στενώτεροι φίλοι και σύντροφοί του, επί τέλους λοιπόν ερχόμενος εις συχνάς συγκρούσεις καταντά να μισή όλους και να νομίζη ότι κανέν πράγμα κανενός ανθρώπου ούτε εις το ελάχιστον είναι ειλικρινές· ή δεν έχεις παρατηρήσει ότι τούτο γίνεται έτσι;

Αλλ' ούτος, ο οποίος συνείθισε να βλέπη τα πράγματα υπό την απλουστάτην αυτών μορφήν, ως φαίνονται εξωτερικώς, επίστευσεν εις την γαλήνην εκείνην και ηθέλησε να ωφεληθή της περιστάσεως· τόρα, ότε τον εύρεν εις την καλήν του, να λάβη και την συγχώρησιν. — Καϋμένε Μάρτη, είπε μ' επίπλαστον συμπάθειαν· σώκαμα ένα κακό σήμερα χωρίς να θέλω. Ο Μάρτης εμειδίασε πονηρώς. — Τι κακό; ηρώτησε με απορίαν.

Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον, ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία. — Πηγαίνετε τώρα και μη φοβάσθε, άλλη φορά να μη μαλλώνετε. Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύση και πώς να εορτάση τα Χριστούγεννα, εκείνην την χρονιά.

Ήτο κτύπος, όστις αντήχησεν εις την κεκλεισμένην θύραν μου, κτύπος μυστηριώδης, όστις έφθασε πενθίμως μέχρι των ώτων μου· ήτον ήχος, μακρότερος από έν απλούν τ ο κ, και μυστηριωδέστερος ακόμη, όστις εύρεν ευθέως την οδόν της ψυχής μου, και κάτι αφύπνισεν εν αυτή, και κάτι διήγειρεν εν τω πνεύματί μου. — Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . . Επανελήφθη και εκ δευτέρου.

Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα φράκτην.