United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνοι έμειναν προς στιγμήν σιωπηλοί, ως να μη ηδύναντο να πιστεύσωσι τα ώτα των, έπειτα αι χείρες όλων υψώθησαν συνάμα και όλα τα στόματα ανέκραξαν: — Ζήθι! ζήθι, αυθέντα! Ζήθι! Ο Βινίκιος τους απέπεμψε διά νεύματος. Εκείνοι δε εξήλθον εν σπουδή ψάλλοντες φαιδρά άσματα.

Εκ τούτων δε ηύξανεν η φήμη του Περεγρίνου• μεταξύ μάλιστα των απλοϊκών ανθρώπων εθαυμάζετο η παραφροσύνη του, έως ου ο διευθύνων την αστυνομίαν της πόλεως, άνθρωπος συνετός, τον απέπεμψε διότι είχεν υπερβή τα όρια εις την κατάχρησιν της ανοχής, και του είπεν ότι η πόλις δεν είχεν ανάγκην τοιούτου φιλοσόφου.

Πιθανός το προσποίητον τούτο πένθος ήτο λίαν αντιπαθές εις τον Χριστόν. Σταθείς εις την θύραν διά ν' απαγορεύση όπως μη τις εκ του πλήθους Τον ακολουθήση εισήλθεν εις την οικίαν μετά τριών μόνον εκ των μαθητών Του, του Πέτρου και Ιακώβου και Ιωάννου. Ο Χριστός μετ' αγανακτήσεως απέπεμψε τους εμμίσθους θρηνωδούς.

Εν τούτοις η νυξ προυχώρει, και τούτο πάλιν προυξένει αμηχανίαν. Ο Πλήθων δεν ήθελε να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην μετά της Αϊμάς και δεν επεθύμει πάλιν ν' αφήση αυτήν μόνην. Την στιγμήν εκείνην ο φιλόσοφος μετενόει διότι απέπεμψε τον Πρωτόγυφτον. Ο δισταγμός του Πλήθωνος όπως μείνη μετά της Αϊμάς την νύκτα ουδέν το επίμεμπτον είχε. Προήρχετο καθαρώς εξ αβρότητος.

Ταύτα ειπών ο Αστυάγης απέπεμψε τον Κύρον. Επιστρέψαντα δε εις την οικίαν του Καμβύσου, εδέχθησαν αυτόν οι γονείς του, και άμα τοις είπε ποίος ήτο, τον ενηγκαλίσθησαν μετά χαράς, ως τέκνον το οποίον ενόμιζον ως αποθανόν άμα τεχθέν.

Καθώς επλησίασε το τέλος της, και μου είπε: Φέρε μου τα επάνω, και καθώς τα επήγα μέσα, τα μικρότερα, τα οποία δεν ήξευραν, και τα μεγαλύτερα, τα οποία ήσαν αναίσθητα καθώς εστέκοντο γύρω εις την κλίνην, και εκείνη ανύψωσε τα χέρια της, και εδεήθη επάνω των, και τα εφίλησε το έν μετά το άλλο και τα απέπεμψε, τότε δα μου είπε: να είσαι η μητέρα των! Της έδωκα τον λόγον μου.

Η πλουσία, η τωρινή, την απέπεμψε με άδεια χέρια από το σπήτι της και από την αυλήν της. Μία όμως από της γεινόνισσες, αυτή και η κόρη της, ήσαν ιδιαιτέρας κατασκευής γυναίκες. Ετρώγοντο με όλην την γειτονιάν. Τακτικά εμάλωναν κάθε μήνα με μίαν γειτόνισσαν, με την σειράν.

Εκτός της αδελφής και του πλοίου, κόσμος δι' αυτόν δεν υπήρχε. Και αυτός ο Καραγιάννης δεν είχε πλέον καμμίαν δύναμιν επάνω του· αφού και εις τον γάμον της αδελφής του, τελεσθέντα ολίγον καιρόν κατόπιν, δεν κατώρθωσε να τον σύρη. Είχε προσποιηθή τον άρρωστον και αι παρακινήσεις των οικείων απέβησαν εις μάτην. — Διασκεδάσετε σεις, εγώ δεν είμαι για γάμους και χαραίς· τους είπε και τους απέπεμψε.

Όταν δε τους απέπεμψε, τοις είπεν· «Ω παίδες, ηξεύρετε άρα γε ποίος εφόνευσε την μητέρα σας;» Ο λόγος ούτος εις μεν τον πρεσβύτερον ουδεμίαν επροξένησεν εντύπωσιν· αλλ' ο νεώτερος, όστις εκαλείτο Λυκόφρων, τόσον ελυπήθη ακούσας, ώστε επιστρέψας εις Κόρινθον ούτε εχαιρέτισε τον φονέα της μητρός του Περίανδρον, ούτε απεκρίνετο προς αυτόν ομιλούντα, ούτε τω ωμίλει εξετάζοντι.

Έχαιρε να ταπεινώση τους ανθρώπους, των οποίων ο στασιαστικός θόρυβος τον εβίασε να πράξη παρά την θέλησί του. Ολίγοι άνθρωποι είχον την δύναμιν να εκφράσωσιν υπεροπτικήν περιφρόνησιν τελεσφορώτερον των Ρωμαίων. Χωρίς να αξιώση να κατέλθη εις δικαιολογίαν δι’ ό,τι είχε πράξει, ο Πιλάτος τελειωτικώς απέπεμψε τους σεμνοπροσώπους αρχιερείς διά της βραχείας απαντήσεως, «Ο γέγραφα, γέγραφα».