Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ούτος δεκαι επικαλούμαι την μαρτυρίαν τουχωρίς να διστάση και χωρίς να παρακινηθή υπό άλλου, άμα έμαθε τα γενόμενα ανεκάλεσε την αποκήρυξιν, με ανεγνώρισεν εκ νέου ως υιόν του και με απεκάλεσε σωτήρα και ευεργέτην, ομολογών δε ότι τώρα εγνώρισε την αξίαν και την αγαθότητα του χαρακτήρας μου και μετενόει διά την προτέραν προς εμέ διαγωγήν του.

Λοιπόν ο Ισμηνόδωρος ο οποίος είχε φονευθή υπό ληστών κατά τον Κιθαιρώνα, ενώ επήγαινε εις την Ελευσίνα, νομίζωεστέναζε και εκράτει την πληγήν του και ανέφερε τα παιδιά του, τα οποία αφήκε πολύ μικρά και μετενόει διά την τόλμην του, διότι ενώ επρόκειτο να διαβή τον Κιθαιρώνα και τα περίχωρα των Ελευθερών, τα οποία έχουν εντελώς ερημωθή υπό των πολέμων, είχε παραλάβει δύο μόνον δούλους, ενώ είχε μαζύ του πέντε χρυσάς φιάλας και τέσσερα ποτήρια.

Μετά την βαρύθυμον εκείνην και πλήρη υπερβολικής ανίας διαμαρτύρησιν του ποιητού, την οιονεί εικόνα της νωθράς ζωής των αγραυλούντων, η οποία συναντάται εις τον πρώτον στίχον, ήρχοντο ευθύς άλλαι εξομολογήσεις, μεσταί προθύμου μερίμνης ως να μετενόει ούτος κ' εζήτει να καλύψη το σφάλμα του.

Εν τούτοις η νυξ προυχώρει, και τούτο πάλιν προυξένει αμηχανίαν. Ο Πλήθων δεν ήθελε να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην μετά της Αϊμάς και δεν επεθύμει πάλιν ν' αφήση αυτήν μόνην. Την στιγμήν εκείνην ο φιλόσοφος μετενόει διότι απέπεμψε τον Πρωτόγυφτον. Ο δισταγμός του Πλήθωνος όπως μείνη μετά της Αϊμάς την νύκτα ουδέν το επίμεμπτον είχε. Προήρχετο καθαρώς εξ αβρότητος.

Και μετενόει ήδη διότι ετάραξε τόσον τον άνδρα της, ακαίρως επιμένουσα εις την άρνησίν της, ενώ ανεγνώριζε την ανάγκην. Έθεσεν ολίγον μελαψόν άρτον εντός μαλλίνου σακκιδίου, εκρέμασεν αυτό από του ώμου και κλειδώσασα την θύραν εξήγαγεν από του αχυρώνος τα γαλιά και ανεχώρησεν εις την βοσκήν. — Ο άι Νικόλας κι' ας με φυλάξη· εψιθύρισε, σταυροκοπουμένη.

Ο γερο-Φραγκούλης, επίστευε και έκλαιεν . . . Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει.....Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχεν αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτισάν του . . . και την ηγάπα ακόμη.

Ηδύνατο εκουσίως ν' ακολουθήση τον Πρωτόγυφτον, ή διά της βίας θα τον ηκολούθει; Έπρεπε να επανέλθη εις την οικίαν αυτού, αφού παρεβίασε το ιερόν της στέγης και της εστίας διά της πωλήσεως; Και αν ηρνείτο να μεταβή εκείσε, πού είχε να καταφύγη; Τρομεραί αι απορίαι αύται διά την ατυχή νέαν. Ήλθε στιγμή τις καθ' ην μικρού δειν μετενόει διατί να φύγη εκ του μοναστηρίου.

Δε μπορώ, απήντησεν η Πηγή και ακούσασα βήματα απεμακρύνθη. — Καλά, θα το μετανοιώσης, είπεν ο Μανώλης τρεπόμενος προς αντίθετον διεύθυνσιν. Αλλά το έλεγε χωρίς πεποίθησιν, διότι ενόει ότι μάλλον αυτός θα μετενόει. Η ιδέα ν' απαρνηθή την Πηγήν του εφαίνετο τώρα αδύνατος. Αλλά και αν του επήρχετο τοιαύτη ιδέα, έν βλέμμα της Πηγής ήτο αρκετόν διά να τον επαναφέρη εις την αγάπην της.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν