United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' οι χαρακτήρες του έφερον αποτετυπωμένην τοσαύτην ανίαν, ως να εγίνωσκε γράμματα και ηδύνατο να την αναγνώση, Ουδείς λόγος απηυθύνθη πλέον προς τον Πρωτόγυφτον, ουδέ παράπονον ηκούσθη, ουδ' ετόλμα τις να τω απευθύνη λέξιν. Άλλως δ' έκαστος των κατοίκων της καλύβης κατείχετο, ως και ο Πρωτόγυφτος, υπό ιδίου λογισμού και κατετρίβετο περί μέριμνάν τινα.

Αποτέλεσμα των οδηγιών, ας είχε δώσει αυτώ ο άρχων, ήτο η σκηνή ην ανωτέρω διηγήθημεν, καθ' ην ο εκατόνταρχος παρέστησε τοιούτον μέρος, ώστε να εμπνεύση τρόμον εις τον Πρωτόγυφτον, να καταπτοήση τους άλλους πάντας και να αρπάση την Αϊμάν εκ των χειρών αυτών. Ο μόνος, όστις αν δεν εκέρδησέ τι, δεν εζημιώθη τουλάχιστον εκ της σκηνής ταύτης, ήτο ο Τρανταχτής.

Εσκέπτετο επί μακρόν, τι άρα εσκόπει ο παράδοξος εκείνος άνθρωπος, και ποίον συμφέρον ηδύνατο να έχη, όπως πείση τον Πρωτόγυφτον να μεταβή εις την κατοικίαν του μάγου, ή του άρχοντος, ως τον ονόμαζεν.

Χωρίς να τολμήσωσι να εισέλθωσι, δι' ελαφρών συριγμών προσεπάθουν να παροξύνωσι τας ενεργείας του Πρωτογύφτου, συνιστώντες αυτώ ταχύτητα. Ο δε Μάχτος απεπειράτο να εμποδίση τον πατέρα του, καίπερ αγνοών τι εσκόπει να πράξη ούτος. Ο Πρωτόγυφτον είλκυσε την Αϊμάν σφοδρώς από του βραχίονος. — Σηκώσου, κορίτσι, γρήγορα, είπεν. Δεν έχομεν καιρόν διά χάσιμο. Γμου! Χμου!...

Και τώρα κατά παράδοξον της τύχης προδοσίαν έπιπτεν εκ νέου εις τους όνυχάς του. Η περίστασις ηδύνατο να χρησιμεύση διά τον Πρωτόγυφτον ως αφορμή όπως επιδείξη την εμπορικήν πίστιν και αρετήν αυτού, παραδίδων εκ δευτέρου την κόρην εις τας χείρας των αγοραστών. Πλην τούτου ηδύνατο να ελπίση και προσθέτου τιμήματος απολαβήν, αν έπραττε τούτο.

Δύναμαι. — Αν εύρης την νέαν μεμονωμένην, άρπασέ την, και μη φροντίζης πλέον διά τους άλλους. — Καλώς. — Αν την εύρης περικυκλωμένην, σκόρπισέ τους και απείλησον ολίγον τον Πρωτόγυφτον. Ύστερον παράλαβε την νέαν και φύγε. — Πού να την οδηγήσω; — Εδώ θα σας περιμένω. — Καλώς έχει. Και ο εκατόνταρχος τεθείς επί κεφαλής της εξανδρίας, ανεχώρησε προθυμότατος εις την αποστολήν ταύτην.

Εσπέραν τινά, ότε το πρώτον σκότος διεχύνετο υπέρ την γην, ο ξένος, ον από πολλών ημερών κατεσκόπευεν ο Μάχτος, ένευσε προς τον Πρωτόγυφτον να τον ακολουθήση, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι της καλύβης. Βαδίσαντες επί πολύ έφθασαν εις μέρος τι και εκάθισαν. Ο Μάχτος τους παρηκολούθησεν ησύχως.

Όσον διά τον ξένον, ούτος δεν έπαυε τας εκτενείς συνδιαλέξεις με τον Πρωτόγυφτον. Ο Μάχτος ενθυμείτο τον όρκον, ον είχεν ομόσει όπως ανακαλύψη το σχέδιον του ξένου, αν είχε τοιούτον ως προς την Αϊμάν, αλλ' η ατολμία αυτού ήτο πρόσκομμα. Νύκτα τινά μετά το δείπνον ο Πρωτόγυφτος και ο ξένος εξήλθον κατά το σύνηθες. Σημεία τινα είχον επισπάσει την προσοχήν του Μάχτου.

Πιάστε την! έκραξε φρυάττων ο Πρωτόγυφτος. Και ηθέλησε να συλλάβη την Αϊμάν. Αλλ' ο Σκούντας ετέθη ενώπιον αυτής και απέκρουσε τον Πρωτόγυφτον. — Θάρρος, Αϊμά, θα σε σώσω, έκραξεν ο Μάχτος, βλέπων μετά σπαραγμού καρδίας την νέαν όλην τρέμουσαν. Την στιγμήν ταύτην εισήλθεν η συνοδεία των οπλοφόρων. Ο μπάρπα Κατούνας ησθάνθη μεγίστην στενοχωρίαν, ως είδε τους νέους τούτους επισκέπτας.

Ηδύνατο εκουσίως ν' ακολουθήση τον Πρωτόγυφτον, ή διά της βίας θα τον ηκολούθει; Έπρεπε να επανέλθη εις την οικίαν αυτού, αφού παρεβίασε το ιερόν της στέγης και της εστίας διά της πωλήσεως; Και αν ηρνείτο να μεταβή εκείσε, πού είχε να καταφύγη; Τρομεραί αι απορίαι αύται διά την ατυχή νέαν. Ήλθε στιγμή τις καθ' ην μικρού δειν μετενόει διατί να φύγη εκ του μοναστηρίου.